Thursday, August 6, 2009

το κλάσμα του Τολστόϊ

Ο Λ. Τολστόϊ έλεγε ότι ο άνθρωπος ειναι ένα κλάσμα.
Αριθμητής ειναι η πραγματική του αξία
και παρανομαστής η αξία που ο ίδιος αποδίδει στον εαυτό του.
Οσο πιο μεγάλος ο παρανομαστής , τόσο μικρότερο το κλάσμα
και αντίθετα
όσο μικρότερος ο παρανομαστής τόσο μεγαλύτερο το κλάσμα!

Θυμήθηκα τα λόγια αυτά βλέποντας στο video που ακολουθεί ,
τη στάση αυτού του ανθρώπου
εννοώ του Στ. Κουγιουμουτζή
που έγραψε το καταπληκτικό αυτό τραγούδι

"Όταν ανθίζουν πασχαλιές"

Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Στίχοι: Σταύρος Κουγιουμτζής
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας / Δίσκος: "Όταν ανθίζουν πασχαλιές", 1971

Είπες πως θα ρθεις να με βρεις
μα γέρασ η καρδιά μου
κι ούτε πουλί φτερούγισε
μέσα στην ερημιά μου

Χελιδονάκι του Μαγιού
πόσο πολύ σου μοιάζω
όταν ανθίζουν πασχαλιές
κι όταν αναστενάζω


δείτε το


Thursday, July 30, 2009

για τον Ηρακλή




για τον Ηρακλή



...δυό η ώρα τη νύκτα να παρηγορώ τους μεθυσμένους
που θέλουν να κάμουν φονικό,
και το κρασί
να με πηγαίνει αλλού.
Ούτε κορμιά ,ούτε ποτέ ξανά
μόνο κηδείες μικρών παιδιών
και ρίζες δέντρων.
Το σπίτι μύριζε φασκομηλιά.
Φεύγουνε.
Χαϊδεύομε τα μαλάκια τους στα άσπρα φέρετρα
κόβουμε τυριά στα μνημόσυνα
κλαίμε μαζί με το παππού που γράφει μαντινάδες στα μάρμαρα
τι άλλο να κάμομε.
τι άλλο να πούμε.

Έλα να πάμε να μαζέψομε το δίκταμο από τους γκρεμούς
και τη φασκομηλιά από τα φαράγγια
και το βράδυ
ας υψώσουμε το ποτήρι στο άνεμο
να πάει την ευχή στα κοιμητήρια

να πάει την ευχή στους γκρεμούς
τους στολισμένους απ τα σύνεργα που δε θα πάρει πια κανείς
- ο άλλος ακόμα χαμένος στα βάραθρα των νοσοκομείων-

βράζει το καλοκαίρι
όλα είναι μέσα σε τούτο το καζάνι
αυτά που έγιναν
και τ άλλα που έρχονται
και που τα περιμένομε γυμνοί πια
γυμνοί από δέρμα
να μας δέρνει ο χρόνος
κατάστηθα

Monday, June 8, 2009

χαρακίρι το νόημα της αποχής



η αποχή ειναι χαρακιρι της δημοκρατίας.
ο έντιμος θάνατος των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

η μοναδική πια λύση για μένα και ίσως και για πολλούς άλλους .

πότε θα ξαναψηφίσω

Θα ξαναψηφίσω όταν το να ψηφίζω θα ξαναγίνει ακριβώς αυτό που λέει ότι είναι.

Ότι δηλαδή εμπιστεύομαι μια παράταξη , συμφωνώ με την ιδεολογία της , με το πρόγραμμά της , και στηρίζω τους ανθρώπους αυτούς με την ψήφο μου και όχι μόνο, και είμαι βέβαιος ότι όπως εγώ τους ψηφίζω έτσι κι αυτοί θα σεβαστούν κατ αρχήν τον εαυτό τους και μετά και εμένα.

Θέλω να ψηφίζω έτσι όπως τρώγω γιατι μ αρέσει το φαί, όπως πίνω κρασί με τους φίλους μου γιατί μ αρέσει η παρέα τους , τους σέβομαι και τους εκτιμώ και δε τους κοροϊδεύω.

Όπως κάνω τη δουλειά μου στο σχολειό και δε ντρέπομαι , όπως περπατώ στο τόπο μου και χαιρετώ τους ανθρώπους.

Ετσι θέλω και να ψηφίζω .

Δε μπορώ λοιπόν να ψηφίσω το ένα από τα κόμματα της εξουσίας για να «τιμωρήσω» το άλλο, ή για να μη «βγει» το άλλο, ούτε τα μικρά κόμματα για να «τιμωρήσω» το δικομματισμό , ούτε ανεκδιήγητους διάφορους για να

«στείλω μήνυμα» .

Δεν αντέχω άλλο τα λεγόμενα αριστερά κόμματα να παίζουν το ρόλο των αμορτισέρ των κομμάτων εξουσίας , φροντίζοντας επιμελώς να αυξήσουν τη δύναμή τους

(τάχα «για μια δυνατή φωνή στο κοινοβούλιο») αλλά όχι τόσο ώστε να χρειαστεί να αναλάβουν ευθύνες .

Λες και η ουσία δε βρίσκεται στο να σταματήσομε το βιασμό της δημοκρατίας αλλά στο να φωνάζομε «βοήθεια την βιάζουν» με «δυνατή φωνή»

Όταν τρώγω , τρώγω για να φάω, ούτε μήνυμα στέλνω σε κανένα , ούτε διαμαρτύρομαι, ούτε τιμωρώ, ούτε τίποτα.

Τρώγω.

Όταν ξαναψηφίσω λοιπόν θέλω να ψηφίσω.

Αλλιώς , καλύτερα , νηστικός.

και όπου το βγάλει η βράση

ή που θα σάξει η δουλειά ή που θα σοχαλάσει

Friday, May 29, 2009

το μυστήριο του ανθρώπου






στο Πάτερ Χαράλαμπο

....λέγουν ότι η αληθινή τέχνη
έχει τις ρίζες της
στο μυστήριο του ανθρώπου.

Οι άνθρωποι όμως νομίζομε σαν μυστήριο
εκεινα που κρατουμε κρυφά και μυστικά 
απο τον ιδιο μας τον εαυτό .
συνήθως τοις πασι  γνωστά
κι όμως με επιμέλεια
ανομολόγητα ημίν 



Ομως το μυστήριο του ανθρώπου 
ξεκινά
όταν ο άνθρωπος δεν έχει πια μυστικά απο κανένα.

Αν δε μπορούμε λοιπόν να αντέξομε το μυστήριο του εαυτού μας 
πως θα αναπαυθούμε Πατερ Χαράλαμπε στο μυστήριο του Θεού?


Thursday, April 23, 2009

ακόμα και η αμαρτία

.....
Μόνος, πολύ μόνος κι αβοήθητος είναι ο άνθρωπος σήμερα! 
Δεν έχει στήριγμα. 
Του χρειάζεται παρηγορητής.
 Ή Ρωσία χρειάζεται πάντα τα μοναστήρια και τους γεροντάδες, τους στάρετς, τους παρηγορητές... 
Αν όχι σ' αυτούς, που αλλού να καταφύγουν οι ανήσυχες και πονεμένες ψυχές μας;
 Απ' τη ζοφερή μας μοναξιά και την εγκατάλειψη δεν προέρχονται τάχα όλες οι θλίψεις, όλος ο ψυχικός μας κόπος, 
ακόμα και ή αμαρτία;

....
αντιγραφή απο το "οδοιπορικό ραβδί" του  Β. Νικηφόρωφ - Βόλγιν 

Saturday, February 28, 2009

ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος


ΤΟΥ ΑΙΓΑΓΡΟΥ 

Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. 
Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται 
πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. 
Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. 
Το τρίχωμά του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω απ’ το κεντρί του, το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας ταλαντευόμενον σε κάθε σάλεμά του, βαριά και μεγαλόπρεπα κουνιέται.

Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρειές καδένες.

Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει μία μυριόστομη κραυγή ανθρώπων πνευστιώντων.

«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρής και να μας σώσης».

Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. 
Όμως δεν νοιάζεται καθόλου για όλου του κάτω κόσμου την βοή και την αντάρα.
 Στέκει στητός στα πόδια του, και όλο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν σε στιγμές οχείας.

«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθής και να μας σώσης. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θάσαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη θα σου προσφέρουμε πλούσια ταγή και όλα τα πιο ακριβά μανάρια μας… 
Για δες!»

Και λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.

Ο Αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα.
Έπειτα, ξαφνικά, υψώνει το κεφάλι του και αφήνει μέγα βέλασμα, που αντηχεί επάνω και πέρα απ’ τα φαράγγια σαν γέλιο λαγαρό, και μονομιάς, με πήδημα γοργό, σαν βέλος θεόρατο ή σαν διάττων, ακόμη πιιο ψηλά πετιέται.

Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσης του κάμπου τα κατσίκια; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παρά πάνω, κάτι που, μα τον Θεό, δεν ήκμασε ποτέ κάτω στους κάμπους – έχεις εδώ την Λευτεριά!

Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη,
 ο Διονύσιος Σολωμός ο Μουσηγέτης,
 ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος,
 ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα ήθελε όλα κ’ έκρυβε μέσα του, βαθιά, μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα, 
ο μέγας ταγός ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα,
ο εκ του Ευξείνου ποιητής ο Βάρναλης ο Κώστας , 
αι βάτοι αι φλεγόμεναι, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικήτας Ράντος, 
ο Οδυσσεύς Ελύτης, που την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νερά του Ελληνικού Αρχιπελάγους,
 ο εκ Λευκάδος ποιητής, αυγερινός και αποσπερίτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, 
αυτοί και λίγοι άλλοι,
 αυτοί που πήραν τα βουνά, να μην τους φάη ο κάμπος, 
δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.

Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς τους κάμπους !
 Τι να τους κάνης: Ο ήλιος εδώ, κάθε πρωί, σηκώνεται ανάμεσα στα κέρατά σου!
 Στα μάτια σου λάμπουν οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο άσβηστος του Δία, κάθε φορά που σπέρνεις εδώ, στα θηλυκά σου, την ένδοξη και απέθαντη γενιά σου!

Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! 
Γεια και χαρά σου, που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά! 

Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.
Ανδρέας Εμπειρίκος

Sunday, February 15, 2009

Η συνάντηση



Η συνάντηση

Συναντηθήκαμε στο γκρεμό.
Αυτός δε ξέρω τι γύρευε εκεί
εγώ έψαχνα ένα πέρασμα στο φαράγγι
και πιάσαμε κουβέντα -εκεί στα γκρέμια – 
για το αιώνιο θέμα…
Πόσο πληγώνουν τέλος πάντων
αυτά τα απίστευτα θηλυκά
τις ευαίσθητες και γενναίες καρδιές μας.
Του είπα πόσο τον ζηλεύω 
γιατί τα θηλυκά τους 
–οι κατσίκες-
είναι πολύ πιο ήρεμες από τις δικές μας
-τις γυναίκες-
τέλος πάντων μια φορά το χρόνο 
που αλλάζει η διάθεσή τους 
και μπαίνουν στην αλλόκοτη κατάσταση
-που είναι οι δικές μας συνέχεια-
και δημιουργούν ταραχή στις καρδιές 
και επιθυμίες παράξενες
που δε σ αφήνουν να κοιμηθείς
και ακατανόητες πράξεις
να κοιτάς το φεγγάρι
να θές να πέσεις στους γκρεμούς
να τραγουδάς απελπισμένος
-άλλη μεγάλη ταλαιπωρία-
αλλά μετά μένουν έγκυες 
-ενώ οι δικές μας τίποτα-
και επανέρχεται η τάξη. 

μη ζηλεύεις μου λέει
εσείς έχετε ο καθένας τέλος πάντων ένα θηλυκό
εμείς ή όλες ή τίποτα
και άντε τώρα να κουτουλάς τους φίλους σου
εκεί στα γκέμια
για να ανακηρυχτείς ο τράγος της χρονιάς
και του χρόνου φτου κ από την αρχή
άσε που πρέπει να μείνουν όλες έγκυες
-μη βιαστείς να ζηλέψεις-
για κάμε το δικό σου..
μα όλες! μικρές μεγάλες…
είναι και κάτι ασουλούπωτες
άστα 



Μετά κουνήσαμε τις κεφάλες μας
και οι δυό με γένια
ο ένας με κέρατα 
και αναστενάξαμε βαθιά
με κατανόηση και χωρίσαμε.

αλήθεια 
τι τραβάμε κ εμείς οι γενναίοι των Αστερουσίων…



Friday, February 6, 2009

Αγαλλιάσομαι, ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά.


δε θυμάμαι πως βρέθηκα σ'αυτό το ιστολόγιο (Irida Lemi - A fistful of poems ) .Αυτό που θυμάμαι ειναι οτι αισθάνθηκα όπως έχω περιγράψει και στο "τραγούδι των ανέμων"
..ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά.

Tuesday, February 3, 2009

έ καημένη βέργα....


πιστεύω οτι αυτή η μεγάλη σιωπή της κοινωνίας και η ανοχή της , απο τη μεταπολίτευση και μετά, που εγώ μάλλον σαν μεγαλοψυχία την ερμηνεύω (και όχι σαν χαζομάρα όπως την προσλαμβάνουν οι πολιτικοί) έχει λήξει!
πριν λίγο τα δεκαεξέχρονα, τώρα οι αγρότες, σε λίγο οι οικοδόμοι... τι θα κάμετε κύριοι πολιτευτές αν κατεβούν όλοι μαζύ?
ως πότε θα κρίβεστε πίσω απο τα Ματ ?
Ως πότε θα ψεκάζετε τους ανθρώπους με χημικά λες και είναι ενοχλητικά έντομα?
Κρυμμένοι, ανύπαρκτοι , ψεύτες , φοβισμένοι ?


ενας αγρότης μου ειπε οτι την επόμενη φορά που θα ανεβούνε στην Αθήνα θα κρατούν ψεκαστήρες να σας ψεκάσουν με μπλάβη πέτρα (θειικό χαλκό) μήπως λέει και σας φύγει η χολέρα που έχετε στο μυαλό!

Saturday, January 31, 2009

παλιές ιστορίες


Παλιές ιστορίες


Πρόλογος
Το νησάκι στο οποίο ξεκίνησε αυτή η ιστορία είναι ένα από τα πολλά μικρά νησιά του Αιγαίου της λεγόμενης άγονης γραμμής , δίπλα στις Τουρκικές Ακτές. 
Στα νησιά αυτά ο στρατός έχει στήσει φυλάκια – παρατηρητήρια που τα επανδρώνει με πέντε έξι στρατιώτες και ένα λοχία που τους αντικαθιστούν κάθε δυό μήνες.
Τουλάχιστον έτσι είχαν τα πράγματα στη δεκαετία του ογδόντα που συνέβησαν τα παρακάτω γεγονότα.
……………………
Κατά τις ένδεκα το βράδυ , στα ταβερνάκια της παραλίας είχαν μείνει πια οι τακτικοί πελάτες.
Ο παραλιακός δρόμος που το καλοκαίρι τέτοια ώρα ήταν γεμάτος κόσμο 
ήταν άδειος. Έκανε λίγο κρύο, είχε φεγγάρι και ξαστεριά. Ήταν τέλος του Μάρτη –αρχές του Απρίλι.
Σε να από τα ταβερνάκια, μια μικρή μακρόστενη αίθουσα χωμένη στα διπλανά σπίτια σα σπηλιά , με τζαμαρία στο παραλιακό δρόμο, χωρίς κουρτίνες, στη μέσα μεριά το ψυγείο –πάγκος , που χώριζε κάπως το μαγειρείο
 από τον υπόλοιπο χώρο και τα τραπεζάκια τοίχο –τοίχο ,καθότανε καμιά δεκαριά άτομα, ψαράδες όλοι και απ ότι φαινότανε , διακριτικά και κάπως συνωμοτικά παρακολουθούσαν το ζευγάρι που καθόταν στη μέσα αριστερή γωνία.

Η κοπέλα καμιά τριανταριά χρονών, η μόνη γυναίκα στη ταβέρνα, είχε τη πλάτη στη αίθουσα , τους αγκώνες στο τραπέζι και παρακολουθούσε μ ένα κάπως αμήχανο τρόπο το νεαρό που ρητόρευε καθισμένος απέναντί της , με τη πλάτη στο τοίχο και έβλεπε όλη την αίθουσα σαν δάσκαλος που κάθεται στην έδρα.

O νεαρός , γύρω στα εικοσιπέντε υποτίθεται ότι απευθυνόταν στη κοπέλα αλλά μιλούσε με τέτοιο τρόπο ώστε να τον ακούν όλοι, χωρίς βέβαια να υψώνει τη φωνή, αλλά με την απαιτούμενη θεατρικότητα και από ότι φαινόταν του προξενούσε ευχαρίστηση το ότι είχε τραβήξει τη προσοχή , μολονότι παρίστανε ότι το αγνοούσε, αντίθετα με τη κοπέλα που αισθανόταν άβολα από τη κατάσταση αυτή.

Ωστόσο ο νεαρός συνέχιζε να μιλά

- Όταν σηκώσεις το περίστροφο και το βάλεις εδώ (έδειξε τον κρόταφό του) υπάρχουν τρία χρονικά διαστήματα.
Το πρώτο διαρκεί όσο πιέζεις τη σκανδάλη , ο επικρουστήρας του όπλου σηκώνεται αργά. μέσα σου παλεύεις ακόμα με την απόφαση , μπορείς όμως ακόμα να διακόψεις τη διαδικασία και το ξέρεις. Αρκεί ν αφήσεις τη σκανδάλη απαλά… 
Το δεύτερο , που είναι ελάχιστο είναι από τη στιγμή που επικρουστήρας περάσει το κρίσιμο σημείο και αρχινά να πέφτει . Εδώ δεν υπάρχει επιστροφή.
 Το τρίτο , αν υπάρξει τρίτο , είναι μετά, όταν συνειδητοποιείς ότι συνεχίζεις να ζεις. Αυτό που άκουσες ήταν απλώς κλικ και όχι μπαμ! Ο επικρουστήρας βρήκε μια από τις πέντε άδειες θέσεις και όχι αυτή με τη σφαίρα.

Ο νεαρός έκαμε παύση. Έγειρε μπροστά, έβαλε τα χέρια στο τραπέζι και μίλησε τονίζοντας πολύ τα λόγια του.

-Σ αυτό το ελάχιστο κομμάτι του χρόνου, το δεύτερο, ο άνθρωπος βάζει το πόδι του που έλεγα πριν. Το δρόμο που ξεκινά από την απόφαση παραδοχής του θανάτου.
Όταν κρατάς ένα καλάμι και το λυγίζεις , υπάρχει ένας ελάχιστος χρόνος που αλλάζει δραματικά τη δομή του και τα πράγματα δεν είναι πια όπως πριν, Όταν σπάζει! Το κάρβουνο και το διαμάντι είναι και τα δυό άνθρακας. Η διαφορά τους βρίσκεται στο τρόπο που είναι δομημένα τα άτομα. Σ αυτό το διάστημα ο άνθρωπος μπαίνει κάρβουνο και βγαίνει διαμάντι!

Ύστερα τι θα πει ελάχιστος χρόνος. Ποιος ξέρει τι είναι ο χρόνος για να ξέρει τι είναι λίγος ή πολύς.
Ο νεαρός έγειρε πίσω το σώμα του. Η έκφρασή του πήρε κάτι το παιχνιδιάρικο.

- θα σε ρωτήσω κάτι είπε στη κοπέλα. Αν βρίσκεσαι σ ένα κάμπο και από κει που είσαι δε μπορείς να δεις ένα ποτάμι που κυλά πιο πέρα ,γιατί ας πούμε σας χωρίζει ένας λόφος και περπατήσεις , κινηθείς δηλαδή στο χώρο μέχρι να το δεις, τι θα σκεφτείς όταν το δεις. Ότι και καλά δεν υπήρχε πριν ,και τώρα , μόλις το είδες φτιάχτηκε, ή , όπως είναι και λογικό υπήρχε από πριν αλλά απλώς εσύ δε το έβλεπες? Προφανώς το δεύτερο! Όταν λοιπόν κινούμαστε στο χρόνο και πάμε από το πριν στο τώρα και στο μετά, γιατί να μη δεχτούμε ότι το τώρα υπήρχε από πριν ,όπως και το ποτάμι και εμείς απλώς μετακινηθήκαμε στο χρόνο ,από μια θέση που το τώρα ήταν μη ορατό , σε μια από την οποία το βλέπομε, αλλά νομίζομε ότι το τώρα δεν υπήρχε αλλά αναδύθηκε από το πουθενά? Κατάλαβες ? γιατί το καθετί να μη έχει ήδη συμβεί και ο χρόνος , το πριν το τώρα το μετά , να είναι θέσεις από τις οποίες εμείς βλέπομε το καθετί, και να είναι ψευδαίσθηση ότι τάχα τώρα γίνονται ή ότι θα συμβούν στο μέλλον?

Οι ψαράδες που παρακολουθούσαν τα λεγόμενα του νεαρού , καθώς αυτός μιλούσε για τη ρώσικη ρουλέτα και το «δρόμο» όπως τον ονόμαζε που έπρεπε κατά τη γνώμη του να ακολουθήσει κάποιος, έχασαν το ενδιαφέρον τους μόλις άρχισε τα περί χρόνου.

Οι περισσότεροι γύρισαν στις μικροκουβέντες τους και στη ταβέρνα ξανάρχισε η μουρμούρα που είχε διακοπεί από τη διάλεξη του νεαρού.

Η κοπέλα που δυσανασχετούσε με τη πορεία της συζήτησης ,βγήκε από το ρόλο του παθητικού ακροατή που την είχε βάλει ο νεαρός. Μιλούσε με ένα δειλό χαμόγελο

-Δε τα πολυκαταλαβαίνω αυτά τα επιστημονικά είπε. Χθες όμως είπες κάποια πράγματα ….
Γι αυτό είμαι εδώ….

Κοίταξε για λίγο τον νεαρό σαν να περίμενε να τη καταλάβει. Όταν είδε ότι δεν έγινε κατανοητή σαν να το πήρε πια απόφαση, καθώς τόση ώρα έκανε υπομονή . Σχεδόν σαν να της ξέφευγαν τα λόγια.

-Κοίτα είπε. Κανονικά δε θα έπρεπε να ‘μαι εδώ. Το νησί είναι μικρό, με γνωρίζουν και δε με νοιάζει, αλλά ο πατέρας μου θα ακούσει αύριο διάφορα. Σε γνώρισα χθες, βγήκαμε σήμερα, δε σε ξέρω σχεδόν καθόλου κι όμως το απόγευμα πήγαμε στο κρεβάτι, και τώρα είμαστε μαζί στη ταβέρνα. Δεν είναι σωστό να γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Χθες όμως στη παρέα που σε γνώρισα είπες κάποια λόγια. Εγώ δε ξέρω να μιλώ και δε μπορώ να πω αυτά που αισθάνομαι .Εσύ μίλησες με τέτοιο τρόπο σα να μιλούσες για μένα και τότε ένιωσα κάτι –δε ξέρω και γώ τι ένοιωσα. Γι αυτό δε με νοιάζει ούτε τι θα πούνε ούτε τίποτα. Μου πέρασε η σκέψη πως λες πράγματα που διάβασες σε βιβλία αλλά και έτσι να είναι ξέρεις τι λες. Άλλωστε και συ είπες πως κάπου το διάβασες αυτό. Ότι ο άνθρωπος θέλει να πετάξει , να ζήσει την ελευθερία του ουρανού, έτσι το είπες. και επειδή δε μπορεί να πετάξει πέφτει στους γκρεμούς. γιατί όταν πέφτει, μέχρι να σκοτωθεί ζει την ελευθερία του ουρανού. Όταν το είπες αυτό , αισθάνθηκα ότι μου έκαμες ένα τεράστιο δώρο. Δε μιλούσες σε μένα αλλά αυτά τα λόγια ήταν μόνο για μένα . Αυτά τα λόγια μου χρειαζότανε σε όλη μου τη ζωή για να καταλάβω εγώ τι ζωή μου. Μετά γύρισες και μίλησες μόνο σε μένα ,σιγά και μου είπες αυτό με τα πλοία που συναντιούνται μια στιγμή στη μέση της σκοτεινής θάλασσας και χάνονται για πάντα το καθένα στη πορεία του. Εγώ κατάλαβα ότι κατάλαβες πως ένιωσα και δε ήθελες να χαθούμε. Έτσι το ένιωσα γιατί αυτό το είπες μόνο σε μένα. Γι αυτό είμαι σήμερα εδώ χωρίς να μ ενδιαφέρει τι λέει ο ένας κι ο άλλος.
Ο νεαρός άκουγε πολύ σοβαρός . Από το πρόσωπο του έφυγε η προηγούμενη έκφραση αυτοϊκανοποίησης για τη πολυπραγμοσύνη του.
Η Ελένη σταμάτησε για λίγο σα να έψαχνε να βρει λόγια. ήταν συγκινημένη.
-Τις νύχτες το ονειρεύομαι αυτό. είπε. Και παλαιότερα ονειρευόμουν ότι πετούσα μπροστά σε ανθρώπους που με θαύμαζαν . Τώρα ονειρεύομαι ότι είναι νύχτα και είμαι σε γκρεμούς που δίδουν στη θάλασσα. Ονειρεύομαι ότι πέφτω σ αυτούς τους γκρεμούς πάνω από το μαύρο πέλαγος και πετώ.
Πήρε ανάσα και συνέχισε
-Εδώ δε μιλά κανείς γι αυτά τα πράγματα. Για όλα αυτά που είναι μέσα μας. Μόνο εσένα άκουσα να μιλάς γι αυτά . Ούτε εγώ τα έχω πει σε κανένα ποτέ. Μόνο μ εσένα μπορώ να τα πω.. Είναι περίεργα όλα αυτά , δεν είναι ; σα να υπάρχουν και να μη υπάρχουν. Είναι παράξενα , κατέληξε. Όλα είναι παράξενα, και τώρα που είμαστε μαζί είναι παράξενο. Είναι κι αυτό σαν όνειρο…
Η ώρα είχε προχωρήσει. Συζήτησαν για λίγη ώρα ανώδυνα θέματα και έφυγαν.
Περπάτησαν μέχρι το σπίτι της και χώρισαν . 

Το φυλάκιό του ήταν 3-4 χιλιόμετρα μακριά από τη κωμόπολη που ήταν η πρωτεύουσα και το μοναδικό λιμάνι του νησιού. Ο δρόμος έκοβε το βουνό που κατέληγε στη θάλασσα καμία εκατοστή μέτρα πάνω από τις βραχώδεις ακτές και ακολουθούσε από λίγο πιο ψηλά τη διαμόρφωση της ακτής.
Ο Μανόλης είχε αρχίσει να πίνει από το μεσημέρι που κατέβηκε στη «πόλη». Όταν ήρθε η Ελένη στο ραντεβού που είχαν ορίσει τη προηγούμενη μέρα είχε μπει στο στάδιο της μέθης που το χαρακτηρίζει η λαγνεία. Μια λαγνεία που καταργεί κάθε αναστολή και ζητά ικανοποίηση χωρίς να ενδιαφέρεται για το πρόσωπο που έχει κάνεις δίπλα του. Όταν πήγαν στο σπίτι ενός φίλου του που του είχε δώσει τα κλειδιά συνέχισε να πίνει. Στη ταβέρνα η μέθη τον είχε οδηγήσει σ αυτή τη φλυαρία και την επίδειξη γνώσεων που παρακολουθήσαμε. Τώρα βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο.
Θα μπορούσε να το πει κάνεις παραισθησιακό. Αντιλαμβανόταν τα αντικείμενα της πραγματικότητας σαν σύμβολα των συναισθημάτων του και των σκέψεών του. Η πόλη που περπατούσε με τα δρομάκια της ήταν η ίδια του η ζωή με τις επιλογές της. Η περίπλοκη σκιά ενός δέντρου στο φως του φεγγαριού ,ήταν μια σκέψη , μια νοητική δομή με όλες τις επιμέρους διασυνδέσεις της , μια μισοσκότεινη αυλή ήταν ένας έρωτας. Όλος του ο εσωτερικός κόσμος είχε ξεχειλίσει από μέσα του και είχε βγει έξω , στα σπίτια , στους δρόμους ,στις αυλές στα δέντρα. Το φεγγάρι ήταν ο χρόνος και η θάλασσα ο θάνατος. Περπατούσε μέσα στον εαυτό του. Εδώ και κει συναντούσε ξεχασμένες συναισθηματικές καταστάσεις από τότε που ήταν παιδί ή έφηβος ,όπως αυτές που αναδύονται ξαφνικά μέσα μας από μια μυρωδιά ή μια μελωδία , που εναλλάσσονταν με καινούργιες συνθέσεις όπως παλιές μουσικές σε νέες φόρμες σε μια ροή εξαντλητική , άλλοτε αρμονική η μια με την άλλη και άλλοτε έντονα ενοχλητική.
Το κάθε τι ήταν ένα σύμπαν που θα μπορούσε να ασχολείται για πάντα μ αυτό, όπως ένα σπίτι ή ένα ασήμαντο ξερό χόρτο στη άκρη του δρόμου. Υπήρχαν σκέψεις μέσα σε σκέψεις , συναισθήματα μέσα σε συναισθήματα , ροές συναισθημάτων, σενάρια ζωής , ένα χάος.
Σιγά σιγά όλα άρχισαν να οργανώνονται σε μια αίσθηση ενός επερχόμενου νοήματος καθολικής ισχύος που θα εξηγούσε με μιας τα πάντα.
Αισθανόταν ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της αποκάλυψης μιας αρχής συμπαντικού κύρους.
Μ αυτή την αίσθηση πήγε στο φυλάκιο και κοιμήθηκε με τα ρούχα.
Ονειρεύτηκε το νεκροταφείο του χωριού του βαλμένα κάπως γερτό σε μια παραλία του νησιού.
Τα κύματα βουβά έβρεχαν τους πρώτους τάφους. Αυτός καθότανε λίγο πιο πάνω και έβλεπε το νεκροταφείο που βούλιαζε στο πέλαγος.
Μέσα του υπήρχε  μια απέραντη ερημιά.


Monday, January 19, 2009

κ όμως ειναι έτσι ή "τι ειναι χρήμα" ή περι παγκόσμιας κρίσης

μέρος πρώτο

μέρος δεύτερο

μέρος τρίτο

μέρος τέταρτο


μέρος πέμπτο

Monday, January 12, 2009

Φεβρουάριος 1877.



Κεφάλαιο Πρώτο
Ο γδαρμός…
Οι εφημερίδες θύμισαν πως φέτος το χειμώνα ήρθαν στη Μόσχα πολλά σλαυόπαιδα ορφανά πολέμου. 
Ένα απ αυτά όπως έμαθα ,ένα κοριτσάκι οκτώ χρόνων από τη Βουλγαρία λιποθυμά συχνά και πέφτει αναίσθητη κάθε φορά που θυμάται το εξής γεγονός.
Είδε με τα ίδια του τα μάτια τους Κιρκάσιους να γδέρνουν ζωντανό το πατέρα της βγάζοντάς του όλο το δέρμα…

Ω πολιτισμέ! Ω αυτή η Ευρώπη που τόσο θα ζημιωνόταν τα συμφέροντά της αν εμπόδιζε στα σοβαρά τους Τούρκους να γδέρνουν τους πατέρες μπροστά στα μάτια παιδιών τους! Πραγματικά! τι ανώτερο μπορεί να υπάρχει για την Ευρώπη απ αυτά τα ύψιστα συμφέροντα του πολιτισμού που λέγονται εμπόριο, ναυσιπλοΐα, αγορές , εργοστάσια? Αυτά είναι συμφέροντα που δεν επιτρέπεται μα κανένα τρόπο να τα θίγει κάνεις όχι μόνο με το μικρό του δακτυλάκι αλλά και με τη σκέψη ακόμα. κι όμως ναι.
«Καταραμένα να ‘ναι αυτά τα συμφέροντα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού».! Αυτή η φωνή δεν είναι δική μου . είναι του «Νεολόγου της Μόσχας» αλλά θεωρώ τιμή μου να τη συμμεριστώ. Ναι , ναι καταραμένα να ναι αυτά τα συμφέροντα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και καταραμένος να ναι και ο ίδιος ο πολιτισμός αν για να διατηρηθεί πρέπει να γδέρνουν τους ανθρώπους! κι όμως είναι γεγονός. για να διατηρηθεί πρέπει να γδέρνουν ανθρώπους!
Ανθρώπους? Ποιους ανθρώπους? Μια φουχτα ανθρώπους κάπου σε μια χαμένη γωνία της Τουρκίας που κανένας δε θ άκουγε να μιλούν γι αυτή αν δε βάζανε τις φωνές οι Ρώσοι Από την άλλη μεριά όμως το μεγαλύτερο μέρος του οργανισμού μένει ζωντανό και υγιές απολαμβάνει αγοράζει πουλάει και βιομηχανοποιεί.

Το πρωί έμαθα την ιστορία του παιδιού που λιποθυμά και το απόγευμα έτυχε να περάσω από τη λεωφόρο Νεφσκι. Εκεί, μόλις πάει τέσσερεις η ώρα μητέρες και νταντάδες βγάζουν περίπατο τα παιδιά τους.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια ακουσία σκέψη βάρυνε τη ψυχή μου.»
"Ο πολιτισμός σκέφτηκα-μα ποιος τολμά να τα βάλει με το πολιτισμό- ναι κάτι σημαίνει ο πολιτισμός. 
Τουλάχιστον τα παιδάκια μας που κάνουν το περίπατό τους στη λεωφόρο Νεφσκι δε θα δουν να τους γδέρνουν τους πατεράδες τους , κι αυτές οι μητέρες δε θα δουν τα παιδιά τους να τα πετούν στον αέρα και να τα σουβλίζουν με τις ξιφολόγχες τους όπως έγινε στη Βουλγαρία.
 Έτσι είναι! Αυτό το απόκτημα είναι όπως και να το κάμεις προς τιμήν του πολιτισμού! Ακόμα κι αν ήταν μόνο για την Ευρώπη, δηλαδή σ ένα κομματάκι της γήινης σφαίρας σ ένα αρκετά περιορισμένο τόπο σε σχέση με την επιφάνεια του πλανήτη μας ( τι τρομακτική σκέψη) ωστόσο αυτό υπάρχει , έστω και σ αυτή τη γωνίτσα, έστω κι αν παραδεχτούμε πως πληρώνεται πολύ ακριβά δηλαδή με το γδάρσιμο των αδελφών μας εκεί κάτω ,στην άλλη άκρη της Ηπείρου αλλά τουλάχιστον εδώ στο τόπο μας υπάρχει!
 Ας συλλογιστούμε μονάχα πως ποτέ και πουθενά δεν είχε πραγματοποιηθεί αυτή η ασφάλεια πιο πριν έστω και για ένα μικρό κομμάτι του κόσμου.
 Ναι κάτι κερδήθηκε , όχι γιατί είμαστε εμείς μέσα στην ασφάλεια αλλά γιατί δημιουργήθηκε μια ζώνη πολιτισμού που ίσως επεκταθεί!
Αυτές οι αισιόδοξες σκέψεις έρχονταν άθελα στο νου μου κι άξιζε τον κόπο να τις συλλογιστώ μολονότι ο κόσμος είναι αίνιγμα και μόνο ο Θεός γνωρίζει τι κυοφορεί το μέλλον….
Πάνω που ήμουν έτοιμος να φωνάξω μέσα μου «ζήτω ο πολιτισμός» όταν ξαφνικά οι σκέψεις μου αντιστράφηκαν ριζικά.
……
Το ότι δε γδέρνουν ανθρώπους και δε σουβλίζουν παιδιά στην κυριολεξία και όχι μεταφορικά ,εδώ , στη λεωφόρο Νεφσκι είναι εντελώς τυχαίο γεγονός που οφείλεται στο ότι ακόμα κάποιος «ειδήμων» δεν έχει «αποφανθεί» πως το να βγάζομε από μερικούς το πετσί που έχει στη ράχη τους είναι «απαραίτητο» κάτω από τις «τρέχουσες συγκυρίες» , και πρέπει οπωσδήποτε να συμβεί για το κοινό συμφέρον…..

………………

Από το ημερολόγιο ενός συγγραφέα
του Φ. Ντοστογιέφσκι.

Υ.Γ.
Με το βιβλίο αυτό έχω μια απίστευτη σχέση. Μικρός (στο δημοτικό ίσως) το συναντούσα εδώ κ εκεί μέσα στο σπίτι μου και διάβαζα μάλλον ακατανόητες για μένα τότε σελίδες .
Αργότερα ,πιο μεγάλος, ξέχασα την ύπαρξη του (ειχα τους λόγους μου) αλλά όχι αυτά που διάβασα τα οποία παραδόξως θεωρούσα δικές μου ιδέες! πολύ αργότερα κατέληξα (μελετώντας την ποιητική του Ντοστογιέφσκι) στο συμπέρασμα
της αναγκαιότητας της ύπαρξης του ημερολογίου το οποίο ξαναβρήκα και του οποίου θυμήθηκα την ύπαρξη…