Wednesday, October 19, 2022

 



ο τελευταίος ανεμβολίαστος

(στον Ludwig Bemelmans για το διήγημα «Ο επαναστάτης» )
Ολοι ,σχεδόν,οι πολίτες της ευνομούμενης και νομοταγούς αυτής χώρας , έλαβαν προς το τέλος του καλοκαιριού, κατά την ενδεκάτη βραδινή εις τας συσκευάς των , την αναμενόμενη ειδοποίηση , από το Υπουργείο Εποχών και Συναισθημάτων η οποία αφορούσε
Πρώτον τα ενδεδειγμένα για την εποχήν του φθινοπώρου χρώματα ενδυμασίας (από το λευκό ή γαλάζιο του καλοκαιριού στο «ξερό χόρτο» του φθινοπώρου) αλλά , προπάντων , την ενθύμηση της υποχρέωσης για τον απαραίτητο εμβολιασμό με το c2gf ενδεδειγμένον και ασφαλές εμβόλιον , το οποίο θωρακίζει τον νομοταγήν πολίτην από την λίαν επικίνδυνην «φθινοπωρινή μελαγχολία» και τα δηλητηριώδη συναισθήματα της «νοσταλγίας» και της ύπουλης «ακαθόριστης θλίψης» και τα συναφή , τα οποία ως γνωστόν διαταράσσουν το ορθόν και σεβαστόν σταθερόν συναίσθημα , το οποίον πρέπει να αποτελείται από «σοβαρότητα και αίσθημα ασφάλειας με το απαραίτητο βεβαίως ποσοστόν γενικού φόβου» , ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων των εποχών , το οποίον συναίσθημα είναι η βάση της ανάπτυξης και της προόδου .
Λέμε λοιπόν σχεδόν όλοι διότι , δυστυχώς , υπήρχε σ όλη την επικράτεια ένα θλιβερόν υπόλοιπον , ο τελευταίος ανυπάκουος , ο γνωστός Κ , ο οποίος δεν διέθετε καν συσκευή για να λάβει την ιδοποίηση των αρχών .
Ο Κ , (έτσι τον ανέφεραν παντού –ο Κ-) ήταν δυστυχώς η μοναδική αποτυχία του περίφημου «εμβολίου υπακοής» το φάρμακο εκείνο που με τόση επιτυχία ειχε απαλλάξει τους πολίτες από τον ιό της αμφισβήτησης , της αμφιβολίας , της αμφιθυμίας για την επιστήμην και τους ειδικούς , ο οποίος ιός οδηγούσε ή προέτρεπε τοξικά, κάποιους σε ανυπακοή , ή σκέψεις ανυπακοής ή έστω την ύπουλη αμφιβολία ,στίς ντιρεκτίβες των αρχών .
Όταν διαπιστώθηκε η μοναδική αυτή αποτυχία του «εμβολίου υπακοής και φόβου» από τις αρχές , σε όλον τον πληθυσμό , το υπουργείον Υπακοής και Φόβου έκρινε ότι ο Κ καλόν είναι να αφεθεί να κάνει ότι θέλει ,υπο μόνιμην παρακολούθηση βέβαια , προς μελέτην .
Εννοείται ότι δεν θα κουράσομεν ασκόπως τους αναγνώστες με τις ακατανόητες πράξεις και συμπεριφορές του υποκειμένου αυτού, του Κ , ο οποίος για παράδειγμα κυκλοφορούσε μονίμως με ακατάλληλα για την εκάστοτε εποχήν χρώματα ,μονίμως ανυπάκουος στις ντιρεκτίβες Εποχών και Χρωμάτων , σε αλλόκοτες ώρες , έμενε σε ένα μισο ερειπωμένο σπίτι,ολοτελα αταίριαστο με την προσήκουσα αρχιτεκτονική , αλλά προπάντων ποτέ δεν ειχε το ίδιο συναίσθημα με τους νομοταγεις πολίτες , το οποίον εξασφάλιζαν τα περίφημα εποχιακά εμβόλια του Υπουργείου Συναισθημάτων και Ψυχικής Κατάστασης.
Χιλιάδες αναφορές επί αυτών ειχε υποβάλει ο επιφορτισμένος να τον παρακολουθει υπάλληλος για ακατανόμαστες πράξεις ,όπως να παίζει περίεργα όργανα , ή να διαβάζει ποιήματα , δραστηριότητες προ πολλού εξωβελισθέντες από την κοινωνία, ως διαταράσσουσες το θυμικόν των πολιτών εκτός των σωστών ορίων …
Σκοπός είναι να διηγηθούμε την τελευταία πράξη αυτού του δράματος , την κηδεία του ακατανόμαστου Κ, του τελευταίου ανεμβολίαστου …
Την Δευτέρα, έκπληκτος ο νεαρός υπάλληλος του Υπουργείου Θανάτου Πένθους και Κηδειών , είδε μπροστά του τον Κ να του λέει χαμογελαστά , «Kαλημέρα , ήρθα να κανονίσω τα της κηδείας μου . Μήπως μπορεις να με πληροφορήσεις σχετικά;»
Μόλις παρήλθε η αρχική αμηχανία , ο υπάλληλος , με ουδέτερη αλλά επίσημη φωνή άρχισε την ενημέρωση .
-Υπάρχει η κηδεία πρώτης τάξεως , -δεν είναι για σας- αλλά για την πληρότητα της ενημέρωσης σας διαβάζω
-Φέρετρο από μαόνι με χρυσά χερούλια και στολίδια ,πολυτελής λιμουζίνα για νεκροφόρα μαύρη . Παρίσταται ο Υπουργός Θανάτου αυτοπροσώπως, και μπροστα από την πομπή εννέα άλογα μαύρα με λευκοντυμένους καβαλάρηδες και μαύρα λοφία στα κεφάλια των αλόγων. Λιμουζίνες ακολουθούν με τους τεθλιμμένους.
Στην δευτέρας τάξεως –ούτε αυτή είναι για σας – το φέρετρο είναι από καρυδιά, παρίσταται ο γενικός γραμματέας του υπουργείου θανάτου, και μόνο έξι άλογα , αλλά όλα με μαύρα λοφία .
……συνέχισε ο υπάλληλος , μειώνοντας ,άλογα και πολυτέλειες τα οποία εξαφανίστηκαν στην τετάρτης τάξεως κηδείας , όπου η νεκροφόρα έμεινε μόνη και το φέρετρο από απλό ξύλο με μπρούτζινα αλλά επαργυρωμένα στολίδια ,και οι τεθλιμμένοι με λεωφορείο , αλλά μαύρο, και έφτασε στην κηδεία έκτης τάξεως
Τέλος , είπε ο υπάλληλος υπάρχει και η κηδεία έκτης τάξεως , την οποία σας συστήνω, όπου το φέρετρο είναι πολλαπλής χρήσης , έχει ένα μηχανισμό όπου ανοίγει ο πάτος , πέφτει ο νεκρός στον τάφο και επαναχρησιμοποιείται , το οποίο μεταφέρεται μ ένα φορτηγάκι , μαύρο βεβαίως , το οποίο όμως πηγαίνει αργά , προς χάριν των τεθλιμμένων που ακολουθούν πεζοί.
Ο –Κ- ευχαρίστησε τον υπάλληλο και έφυγε , πάλι χαρούμενος και πλήρως ενημερωμένος.
Τον –Κ- δεν τον ξανάδαν παρα τα μεσάνυχτα της επομένης.
Καθώς ο αστυφύλαξ Μάρκος στεκόταν στην μέση της πλατείας , είδε έναν ωχρό άνθρωπο να τον πλησιάζει . Φορούσε ένα μακρύ άσπρο νυχτικό σαν κελεμπία. Στο κεφάλι του είχε ένα ημίψηλο καπέλο , που πάνω του ήτανε δεμένο ένα μαύρο λοφίο. Κρατούσε δυό αναμμένα κεριά και κάτω από την μασχάλη του ένα φτυάρι.
-Πώς λέγεσαι; ρώτησε ο αστυφύλαξ.
-Ειμαι ο Κ ,είπε ο άγνωστος. Πέθανα χθές. Πάω για το κοιμητήριο .
Αυτό που βλέπεις είναι κηδεία εβδόμης τάξεως.

Friday, October 22, 2021

Ασκραπόλιθος

 Ασκραπόλιθος

(ή πως πρέπει να γίνονται οι παρουσιάσεις ποιητικών συλλογών)

Οπου ο φίλος μου ο Ηρακλής έγραψε λέει ένα βιβλίο με ποιήματα με τίτλο “Ασκραπόλιθος” και πήγε στου Δετοράκη στο Ηράκλειο και του τύπωσε ένα φορτηγό βιβλία σε καλή τιμή, και τά φερε στο Ασήμι και τα ξεφόρτωσε στο μαγαζί .
Και μας κάλεσε το Σάββατο στο κέντρο “Αστερούσια” που βάζει πάνω από χίλια άτομα , που είναι στην Αγιά Φωτιά , στο δρόμο από τον Χάρακα προς τις Στέρνες να μας παρουσιάσει τα ποιήματά του , όπως κάνουν όλοι οι ποιητές .
Και πήγαμε στο κέντρο , και κάτσαμε στις καρέκλες και βγήκε ο Ηρακλής και μας καλωσόρισε, και μας είπε οτι , επειδή λέει τα ποιήματά του έχουν μεγάλο βάθος , καλύτερα να φάμε πρώτα και να πιούμε και μια , να συστηλωθούμε να αντέξομε .Και συμφωνήσαμε άπαντες , και του παίξαμε παλαμάκια και έκατσε κι αυτός να φάει ν αντέξει.
Και φέρανε γαμοπίλαφο και βραστό μπόλικο και άφθονο κρασί και τρώγαμε και πίναμε και λέγαμε οτι αν ειναι τα ποιήματα οσάν το γαμοπίλαφο νόστημα , τον έφαε το Ελύτη
Και βγήκε πάλι ο φίλος μου ο Ηρακλής και μας λέει ότι ειναι έτοιμος να μας διαβάσει ,αλλά να μη κρυώσει το οφτό , καλύτερα να το φάμε πρώτα μα έχομε ώρα .
Καί φάγαμε το οφτό , και πίναμε κρασί και βγήκαμε στην όρεξη και του παίξαμε παλαμάκια να βγεί να πεί κι αυτός ένα ποίημα
Βγαίνει λοιπόν και μας λέει ότι γράμματα κατέχομε , καλύτερα λοιπόν να πάρομε το βιβλίο να το διαβάσομε με την ησυχία μας ο καθένας μοναχός του , εκτός και ειναι κανείς που δεν κατέχει να διαβάζει , αλλιώς να βγώ λέει με το μαντολίνο εγώ, κι ο Γιώργης με την κιθάρα να παίξομε μια κοντυλιά αλλά σχετική με τα ποιήματα , θα κάνει λέει αυτός τις παραγγελιές , και για να χωνέψομε να πίνομε ουίσκια , και αρχίσανε τα γκαρσόνια να φέρνουνε τα Καρντούργια ( Cardhu 12 Year Old ) και μήλα να τα πίνομε , σκετα δίχως παγάκια .
Και συμφωνήσαμε και του παίξαμε παλαμάκια και βγήκαμε με τα όργανα και μου λέει ο Ηρακλής ότι επειδή τα ποιήματά του μιλούν για την φτώχια να του παίξομε το
“ειναι φτωχό το μαγαζί και βερεσέ δε δίνει”
και μετά παίξαμε για τον ρατσισμό το
“γιατί δε με θες κυρά μου επειδή ειμαι ψαράς ,
ειμαι λίγο αλανιάρης σαν ψαράς και σαν βαρκάρης” ,
και καπάκι επειδή ειναι τα ποιήματα και λίγο νταλκαδιάρικα το
“έβγα στο τραπέζι μου κούκλα μου γλυκια” και το
“άναψε το τσιγάρο δώς μου φωτια “
και πίναμε τα καρντούρια και βγήκανε στα τραπέζια κάτι λιγερές κοπέλες και γράφανε οι ποιητές πέντε -πέντε τα ποιήματα στα τραπεζομάντηλα και στις χαρτοπετσέτες.
Και μετά μας έπιασε το ηρωίκό μας και παίξαμε το
“αφήστε τόνε να περνά που τω Χανιώ τη πόρτα
και να φορεί και τ άρματα όπως τα φόριε πρώτα”
και μετά δε θυμούμε τι άλλο παίξαμε αλλά το σίγουρο είναι οτι παίζαμε και πίναμε ανοικτά και ξεχάσαμε και τα βιβλία και τα ποιήματα και περνούσαμε πολύ ωραία ,αλλά τον Ηρακλή όχι, και του παίζαμε κάθε ποτε λίγο παλαμάκια .
Και ενθουσιάστηκε ο Ηρακλής στο τέλος και μας σε λέει ότι πρέπει να σεβόμαστε τις παραδόσεις της Κρήτης και να πάμε στο βουστάσιο του Μακρή να λύσομε τους ντανάδες (ταύρους) να τους παλαίψομε όπως κάνανε οι αρχαίοι Κρητικοί .
Εκεί τότε έκαμα επέμβαση εγώ και τού λέω να θυμηθεί την άλλη φορά που εμόνταρε ενός ντανά (ταύρου) να παλαίψουνε και έσπασε το σκοινί ο ντανάς και τον κυνηγούσε ο Ηρακλής όλη νύχτα στο κάμπο και μεις τον Ηρακλή ,και τα ξημερώματα βρήκαμε τον ντανά ανεβασμένο σε μιαν ελιά και τον Ηρακλή από κάτω να του λέει αν ειναι άντρας δώσε κάτω να παλαίψομε , και του υπενθύμισα πως από τότε ,όποτε δει ο ντανάς τ αμάξι του Ηρακλή βγαίνει στις ελιές και δεν ειναι σωστό να δημιουργούμε ψυχολογικά προβλήματα στα ζώα γιατί είμαστε και ζωόφιλοι .
Και έτσι παραιτήθηκε από τα ταυροκαθάψια και μας έβαλε όλους ο Παπαδόσταυρος στην τεράστια καρότσα της τεράστιας τρακτέρας που έχει , να κάμομε καντάδα στον Χάρακα .
Και λέγαμε
“ξύπνα κι έρωτας περνα από τη γειτονιά σου ,
χρυσή κορδέλα σου βαστώ να δέσεις τα μαλιά σου” και
“Ξύπνα που να χαλάσει ο οντάς μαζί με το ταβάνι
γιατί περνώ και τραγουδώ κι ο νους σου δεν το βάνει.”
“Ώρα 'ναι μπλιο για το τζισβέ ώρα 'ναι για τη βόλτα
ώρα να τη περάσουμε τσ’ αγάπης μου την πόρτα.” και είπαμε και
“της χήρας το ψιλό νερό κάνει στο χώμα λάκο,
σκοτώνει τα μικρόβια και προπαντός το δάκο” γιατί έχει και χηράδες ο Χάρακας .
Και ξημέρωσε.....
Και θυμήθηκα τα βιβλία που αφήσαμε στο κέντρο και τού λέω
-Όφου Ηρακλή και ξεχάσαμε στο κέντρο τα βιβλία !
-Ποιά βιβλία μωρέ -μου λέει- μόνο τα εξώφυλλα τύπωσα .
Τα ποιήματα θα τα γράψω άλλη ώρα !

Monday, September 1, 2014

το Σύνδρομο των Αστερουσίων (απόσπασμα)




  Πρόλογος
Οι άνθρωποι σ αυτό το μυθιστόρημα αντιμετωπίζονται σαν πρωταρχικές έννοιες. Δεν πρόκειται να επιχειρήσομε κάποιον προσδιορισμό,δεν θα πούμε τίποτε γι αυτούς. Ετσι κι αλλιώς ο άνθρωπος ειναι μυστήριο όν , και μάλιστα ο κάθε άνθρωπος διαφορετικό μυστήριο. Οι μεταξύ τους σχέσεις ειναι αξιώματα , τα οποία παραλείπονται, αλλά προφανώς λειτουργούν υπόγεια , παράγοντας τα θεωρήματα,δηλαδή τον λόγο που δημιουργεί ο καθ ένας για τον εαυτό του και για τους άλλους . Ασκηση ειναι η συνολική πραγματικότητα που παράγεται , η οποία αφήνεται στον αναγνώστη , όπως έλεγαν στις παλιές γεωμετρίες.


Ο Γιώργης 

Ξεκίνησα και ΄γω ένα σπίτι πριν από τριάντα χρόνια… Μα δε το τέλειωσα ποτέ δεν έβαλα πόρτες δε σοβάντισα τους τοίχους… Έβαλα όμως ένα παράθυρο σ ένα δωμάτιο και κρέμασα μια κουβέρτα για πόρτα μα τη φάγανε οι κατσίκες που μπαινόβγαιναν από το στάβλο· Οχι όλη, κρέμεται μισοφαγωμένη.
-Xα χα χα χα .. άσπρισε ο ξάδερφός μου από το φόβο του στο φώς του φεγγαριού και φώναζε -Παναγία μου Παναγία μου κρεμάστηκε !
Καλός άνθρωπος ·ο μόνος που μ αγαπά· ήρθε και θάψαμε τη μάνα μου, έβρεχε! Κ ας του ‘καμα μήνυση για το χωράφι είναι καλός άνθρωπος όταν βρω τ αρχαία και θα μαι εκατομμυριούχος… εκατομμυριούχος …
Εχω καιρό να τον δω τρία χρόνια τέσσερα που ζούσα στη σπηλιά τ’Αι Γιάννη με τον άλλο παλαβό τον είδα μόνο μια φορά με πήρε στο σπίτι , με τάισε, ήπια κρασί και ρίχτηκα στην υπηρέτρια · καλό κομμάτι όμως ,στενοχωρήθηκε μα μού ‘δωσε και λεφτά.. απόψε πάλι τινάξαμε τη μπάνκα τάπια όλα.
Για δες όμορφες που είναι οι ελιές στο άνεμο της νύχτας για δες το φεγγάρι που στάζει σαν μέλι από τ ασημένια φύλλα …
Δε με βλέπουν οι οδηγοί μ΄αρέσει αυτό· εγώ τους βλέπω πάνε σπίτια τους· εγώ έπεσα εδώ δεν είδα το χαντάκι μα δε κάνει κρύο ούτε βρέχει που να πάω ;
Στο στάβλο κοιμάμαι όταν βρέχει ·είναι ζεστά ακούω την ανάσα τους αλλιώς έρχεται εκείνο το μαύρο πράγμα και γκρεμίζει τη καρδιά μου κάπου δίχως τέλος και κάνει τον κόσμο να μοιάζει σα σκοτωμένο ζώο · ζεστό και σκοτωμένο κάνει τον κόσμο κρέας κρέας φρεσκοσφαγμένο χωρίς δικαιολογίες …και ναι μωρέ δε πειράζει είναι όμως καλό παιδί έξυπνο… παιδί λέει ! εξήντα χρονώ άθρωπος…
Μόνο το κρασί!
Ο Παππούς σταύρωνε το μαξιλάρι εγώ τι να σταυρώσω να κοιμηθώ τα χόρτα;  Μάνα μου ! θέλω να περάσει κ άλλο αμάξι να φωτίσει τις ελιές και τα χόρτα τα χόρτα που είναι στη άκρη του δρόμου· τα χόρτα αγαπώ ! τι περιμένουν κ αυτά από τη ζωή ,γιατί ζουν, δε πίνουν κιόλας….

Ο Κωστής 

Θυμάμαι που βρήκαμε ενα σπίτι να μείνομε δίπλα στ αρχαία.Στον λόφο , όπου απ την ανατολική του μεριά , που έβλεπε τις μακρινες κορφές των Αστερουσίων είταν ο αρχαίος ναός , και στην κορφή του ,   που έβλεπε στο πέλαγος ,ένα παμπάλαιο σπιτάκι πετροχτιστο με μεσοδόκια και λάσπη για ταράτσα , λεπίδα τη λέγανε .  Και τη πρώτη νύχτα ενας σκορπιός του σπιτιού δάγκωσε την Ελένη  την αδερφή του πατέρα μου . Δεν είχαμε χτίσει το σπίτι μας στη θάλασσα .Δεν μου ειχε κάμει την αστεία αυτή μύνηση ο Γιώργης ,δεν ειχε πεθάνει κανείς ακόμα, κανείς , ούτε ο πατέρας μου.
Τον είδα στον ύπνο μου μετά τη κηδεία πολύ προβληματισμένο από το θάνατο και κάπως ενοχλημένο απο τα κλάματά μου και τιςσυγνώμες που του γύρευα .Στο τέλος , σα να με βαρέθηκε, σαν να με λυπήθηκε ,αποσπάστηκε απο τις έγνοιες του θανάτου και μου είπε να πάω στο παλιό μας σπίτι  στη θάλασσα.Φοβήθηκα και δε πήγα τότε .φοβήθηκα τον νεκρό με τις έγνοιες του θανάτου ,φοβήθηκα και τις έγνοιες του θανάτου .Πήγα όμως την άλλη Άνοιξη .Με μια δανεική μοτοσυκλέτα .Δεν συνάντησα τον νεκρό , ειχε περάσει ο καιρός ,συνάντησα όμως ότι ειναι Άνοιξη σε κείνους τουςγιαλούς .Τις έρημες ακρογιαλιές με τα γυμνά κορμιά- βαθιά θαμμένα μέσα στη άμμο- θα φυτρώσουν με τον ήλιο του καλοκαιριού ,και άνεμοι ζεστοί που δε φτάσανε ακόμα αλλά ξεκίνησαν και έρχονται από μακριά....Έκλεισα το σπίτι και δε πήγα ποτέ ξανά .Έρχεται αυτό στα όνειρά μου  σαν εγκαταλειμένος άνθρωπος , σαν ξεχασμένος συγγενής . Ετούτο το σπίτι δίπλα στη θάλασσα  με το θρόισμα των καλαμιών της αυλής και τον ηχο των κυμάτων και τη σιωπή που δεν μπορώ πια να αντέξω , κατι που θα έλεγε κανείς οτι ειναι η παιδικότητά μου κι όλα τα καλοκαίρια της ,μα δεν ειναι . Ειναι αυτό που μεγάλωσε τοσα χρόνια στο άδειο σπίτι ,στη σιωπή και στην εγκατάλειψη .Ειναι αυτό που ωρίμαζε εκει και μέσα μου  ,το ίδιο εγκαταλελειμμένο ,το ίδιο απρόσιτο από την ζωή .

 Είναι απίστευτο αυτό το όνειρο . Οτι φεύγω από το χωριό μου στη ρίζα των Αστερουσίων να περάσω  το βουνό να πάω σε  τούτο τον γιαλό με τα αρχαία .Διότι είναι εκεί στη διαδρομή   τα  άδεια οροπέδια χωράφια με τον άνεμο στα χορτάρια τους ,να εκφράζει εκείνο  το μεταιχμιακό συναίσθημα ότι δεν έχει και τόση σημασία πια ,ότι και να γίνει , και κείνα τα χωριουδάκια με τα χαμηλά σπίτια στο χρώμα του χώματος και  τις εγκαταλελειμένες  αραβωνιαστικές , όπου το τυχαίο  που σαρκάζουν οι κοράκοι  κρώζοντας, έπαιξε το τεράστιο ρόλο του, και τι να πείς  που ήρθαν έτσι τα πράγματα  κι όχι αλλιώς...
 και η  ακρογιαλιά που συμπυκνώνει όλες τις ακρογιαλιές με την εκθαμβωτική χλιδή της νιότης και της θάλασσας κι άλλοι  τόποι ξεχασμένοι και ισχυροί και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί  λέει τόσα χρόνια απόφευγα αυτή τη διαδρομή ...διότι όπως καταλαβαίνετε οι τόποι είναι το δέρμα και από κάτω ,είναι το γυμνό κρέας των  λογισμών και των συναισθημάτων, κι είναι ένας κόσμος και μια τέχνη αυτό το  ενδιάμεσο ,που δεν γνωρίζω αν πρέπει να πώ κάτι γι αυτόν το κόσμο και γι αυτή τη τέχνη του εκδορέα των συναισθημάτων, και πρέπει άραγε να τα γδέρνομε για να τα ταριχεύσομε στα ποιήματα ; Και είναι κι οι λογισμοί μείγματα  , δεν είναι απλοί  και γνωρίζομε άραγε τη σύστασή τους ; και ποιος ειναι ο αλχημιστής και ποια η φιλοσοφική λίθος ; Διότι είναι τόσα πολλά αυτά που έπρεπε από πάντα  να μάθομε και είμαστε πάντα με την αίσθηση ότι μόνο τώρα κάμαμε αρχή και σε λίγο πάλι τα ίδια , καινούργια μείγματα  να δοκιμάζομε , απρόσμενα , αναπάντεχα , και όλα σε τούτη τη διαδρομή , που δεν είναι μιά αλλά  πολλές και να μην τελειώνει ετούτη η ηδονή και ετούτο το μαρτύριο .....
Και βρίσκω τον Καλόγερο που είναι και Στρατηγός , αυτός που νοικοκυρεύει την ψυχή μου και δεν συμφώνησε .
Δεν  θα μπαίνεις μέσα , μου λέει , στους λογισμούς , άλλο αυτό που κάνεις με τα σύμβολα των λογισμών , που λές  πως τους γδέρνεις  (και γέλασε)
και τους γεμίζεις άχερα και φτιάχνεις τα ποιήματά σου , αυτό δεν πειράζει , καλύτερα βέβαια να σού λειπε νάκανες κανένα κομποσκοίνι αλλά δεν πειράζει , παιχνίδι ειναι έτσι κι αλλιώς ...
Αλλά μη μπαίνεις μέσα στους λογισμούς , σ αυτό που λές κρέας των λογισμών , γιατί αυτός ο δρόμος θα σε πάει εκει που δεν θες να βρεθείς ..
Τους λογισμούς θα τους βλέπεις απ έξω , κι ότι  περισσεύει κλάδευε το , αλλά όχι , μη μπαίνεις μέσα.

Μανόλης 
 ξεκρέμασα το μαντολίνο , και κοίταζα το ξάδερφό μου , παίξε μου λέει . Το πήρα και πήγα έξω κι έπαιζα όλη μέρα , και μ ακούει ο ξάδερφος και μου το χαρίζει. Πάρτο μου λέει χαλάλι σου. Και το παίρνω και πάω στο σπίτι με τα κοντά παντελόνια και το μαντολίνο.... 

 ΘΗΣΕΑΣ
  
Τρείς μέρες βρέχει στα χαμηλά,χάθηκε η θάλασσα χάθηκε ο κάμπος,τρεις μέρες βρέχει στο βουνό,τρεις μέρες βρέχει στο φαράγγι.
Όταν ξεκόψει,θα βγω απ τη σπηλιά μου,που μ έχει ο βράχος αγκαλιά,που βρέχεται στη αγκαλιά του ουρανού και θα πεινώ.
Θα βγω απ το φαράγγι και θα σταθώ να μυρίζομαι στον αποβροχάρη αέρα ,τους βρεγμένους  βράχους ,τη κορφή ,και τη φωτιά στα τζάκια των ανθρώπων που έχουν νου και σπίτια και φωτιά.
Όταν χτυπώ τις πόρτες τους βγαίνουνε οι νοικοκυρές να μου δώσουνε ψωμί και χαμόγελο.   Βγαίνουν και οι γερόντοι ,κουνούνε τη κεφάλα τους και λένε
-κρίμα το άνθρωπο- μου δίδουν οι νοικοκυρές ψωμί και παξιμάδι ,και τους φιλώ τα χέρια. Έτσι μου μάθανε οι κατσίκες όταν τους δίνω το ψωμί στο στόμα. 
Έχω τρεις φαντές  πατανίες ναι  τρείς!  Τη νύκτα που βγαίνει το φεγγάρι στους γκρεμούς και τρέχει ο καταρράκτης, είναι η σπηλιά μου νοτική 
-μάτι του κύκλωπα του βράχου-σα φωλιά χωρίς βάθος ,πίσω από το πέτρινο βλέφαρο, και πότε κοιμούμαι έτσι να βλέπω του φεγγαριού τα όνειρα
στη μέση του πελάγους ,πότε αλλιώς, να βλέπω το καταρράκτη με τ άσπρα νερά να πέφτουνε στη ψυχή μου να τη ποτίζουν γάλα ,και δε μπορώ να μη γελώ στη αγκαλιά του βράχου ,και στο φώς του φεγγαριού ,και δε μπορώ να μη γελώ ,όταν φιλώ τα χέρια τους, γιατί καταλαβαίνουν οι γυναίκες 
οι άντρες όχι μόνο κουνούνε τη κεφάλα τους σα τους τράγους και λένε - κρίμας  Θεέ μου τον λεβέντη- και λένε ,έλα να πιείς μια ρακή δε καταλαβαίνουν
ότι πρέπει πρώτα να περάσω από τα σπίτια ,να μου πετάξουν πέτρες τα μικρά,και οι γριές τις βέργες τους ,να με γαυγίσουν και οι σκύλοι να μετά φύγω.
Γιατί τώρα είμαι του φαραγγιού ο διακονιάρης και πρέπει έτσι να γίνουν τα πράγματα.
…….
Γελά ο βράχος μου που τον χαϊδεύουν τα νερά ,στην αγκαλιά του ουρανού, γελώ και γω στην αγκαλιά του βράχου ,και έχω φεγγάρια , πέλαγος ,φαράγγι, καταρράκτη ,πολλά πολλά μικρά παιδιά να μου πετούνε πέτρες,σκύλους να μου γαυγίζουνε, γερόντους να λυπούνται,και έχω και τρείς φαντές πατανίες ολόκληρες.
 Παλιά , πολύ παλιά , με λέγανε Θησέα.
o συγγραφέας
[Ο Θησέας θα εξομολογηθεί το παιχνίδι που έστησε με το φίλο του τον Λυκομίδη , οτι δήθεν έπεσε στον γκρεμό , με επίγνωση των συνεπειών για τον Λυκομίδη , ο οποίος θα κατηγορηθεί ότι τον έσπρωξε, για να μπορέσει να περάσει στο επόμενο επίπεδο της θητείας του , σαν ζητιάνος. Και τώρα ζει στον καταρράκτη του Αμπά στα Αστερούσια και ειναι ο λεγόμενος διακονιάρης...
Δεν γνωρίζω πώς να το χειριστώ ακριβώς , να ξεκινήσω από τα πάθη της Αριάδνης, ή να μη πώ τίποτε γι αυτά, τόσους αιώνες κρυφά.....]
Την έλεγαν Εύα
Tην συνάντησα πολλές φορές στα ρακάδικα πάντα στο κέντρο μιας αγέλης μερακλήδων , πάντα η μόνη γυναίκα της παρέας , πάντα στο θρόνο της που έφτιαξε περιφρονώντας τους , να τους ελέγχει, μ εκείνη ακριβώς την ποιότητα της συγκαταβατικής περιφρόνησης που τους τρελαίνει ,με το συναίσθημα οτι κι όμως ειναι λίγοι , πολύ λίγοι για τα δικά της μέτρα , και προ πάντων αθώοι , πολύ αθώοι για τα δικά της σκοτάδια, και μάλιστα πάνω που νόμιζαν οτι τάχουν δει πια όλα ...Ιδιάιτερα μια πάρτη ψαρογένηδες...
Κι όσο προχωρά η νύχτα , στη κόψη της οργής και της λαγνείας, να τους οδηγεί αποφασισμένους πλέον , σε τόπους που δεν γνωρίζανε την ύπαρξή τους ή ξεχασμένους από χρόνια γι αυτούς , όπου υπήρχαν οι πιό απρόβλεπτοι συνδιασμοί , όπως της αθωότητας και της λαγνείας , της νοσταλγίας και της  ηδονής.
Και τους έβλεπες ξαφνιασμένους στιγμές στιγμές , όπως εκείνον που αναριωτιέται , μα τι κάνω, και πάλι ...
Και την επαύριο να  τους ξερνά  η νύχτα, σαν θαλάσσια ξύλα, έκπληκτους  κι απαρηγόρητους .
Παλιά , πολύ παλιά , την έλεγαν Αριάδνη .

Friday, July 5, 2013

τα βιβλία


 τα βιβλία
 . Εκεί όπου είναι τώρα η εκκλησία ,κάτω από τον Αρχαίο Βράχο, αλλά  αρκετά μακριά ώστε να μεσολαβεί  ένας δρόμος κι ένας ποταμός , ήταν τα παλιά τα χρόνια ένα τρανό σχολείο , και το μόνο που έμεινε απ αυτό , ένα αποθηκάριο με μια σάπια πόρτα.
 Και είχε μέσα άχρηστα πράγματα  που κανείς δεν τα έψαξε ποτέ.
 Όμως όταν έστεκε ακόμα το σχολείο ,ετούτο το αποθηκάριο  ,το διαφέντευε ενας επιστάτης    ,
και  ειχε τα πάντα που θα μπορούσαμε να επιθυμήσαμε εκείνα τα χρόνια  αλλά και ακόμα και σήμερα  ,όπως ακατανόητα  όργανα , σπαθιά του ιππικού ,σημαίες , λόγχες, πιστόλια αμερικάνικα αλλά και εκείνο που υποπτευόμαστε αλλά κάνεις δεν έλεγε τίποτε γι αυτό.

Κι ο δρόμος ,που κατηφόριζε στο κάμπο με τις ελιές , αλλά και ο ποταμός που ήταν παράλληλα στο δρόμο και χώριζε το σχολείο από τον αρχαίο βράχο είχαν τη σημασία τους.
Διότι σ αυτόν τον δρόμο μάθαιναν να πετούν  οι μαθητές του σχολείου , που ήταν λίγο κατηφορικός και αυτό βοηθούσε ,στην απογείωση .Οι πιο προχωρημένοι έπεφταν κατευθείαν στο  βάραθρο του ποταμού και όσοι τον περνούσαν  φτερούγιζαν στους άγριους γκρεμούς του αρχαίου βράχου μαζί με τα αγριοπερίστερα.
Και εδώ υπάρχει ένα δίλημμα γι αυτούς που πετούν ,  διότι, αν πάς στο βορρά θα περάσεις τον κάμπο και θα βγείς στα ακρωτήρια του τέλους ,και τις αρχαίες πόλεις του δειλινού,  κι   αν πας στο νότο , θα περάσεις από εκείνους τους τόπους που λέει ο ποιητής …
1.
Το αρχαίο βουνό απο τη μεριά της Νότιας θάλασσας 
κρυμνώδες και απρόσιτο
κατοικητήριο πλέον των αετών και των ανέμων 
της απόλυτης ερημιάς

2.
ποιός θ αναζητήσει πιά 
τα μυστικά μονοπάτια
των τόπων της Πρώτης Μνήμης;
Τα αιώνια καταφύγια του εφήμερου
-τα μαυσωλεία των στιγμών-
εκει που η νοσταλγία 
ειναι αβάστακτη σαν τη σιωπή;


. Γρεμίστηκε το σχολείο Oπου βρίσκω την  πόρτα πεσμένη , και μπαίνω μέσα και ειναι πίσω από τα άχρηστα μια άλλη πόρτα και  μια σκάλα που κατεβαίνει στο υπόγειο .
Και είναι αυτό το υπόγειο του παλιού σχολειού του αρχαίου κι είναι γεμάτο βιβλία από αυτά που δεν υπάρχουν πια όπως δεν υπάρχουν πια τόσα πολλά πράγματα.
Και γράφουν τα βιβλία ότι έχει χαθεί από τη μνήμη των ανθρώπων , για όλους , αλλά και για τον καθένα ξεχωριστά…
και γράφει αυτά που δε μάθαμε όταν έπρεπε και ότι γράψαμε εμείς και χάθηκε
  
και γύρισαν τα όνειρά μου και  άδειασαν.
Ουτε  εικόνες , ουτε ήχους
ουτε μυρωδιές ουτε ανθρώπους.
μόνο  τόπους άκτιστους
όπως πριν την δημιουργία
γεμάτους   μόνο  με ότι αισθάνεται η ψυχή
γυμνό.
Μα δεν είναι η ψυχή μαθημένη ν αγγίζει έτσι τα πράγματα
 και έλεγα  τώρα θα σπάσει η καρδιά μου
και εμνήσθην εκείνον τον Λόγο
όπου μου ειπε ο Καλόγερος που είναι και Στρατηγός
που δεν τον κατάλαβα τότε
ότι δεν μας αφήνει ο Θεός να δούμε τα πράγματα γυμνά και τετραχηλισμένα
διότι δεν αντέχει η καρδιά μας...

Wednesday, December 19, 2012

καθως ψυχοραγώ (mientras agonizo)



μετάφραση (  Mario Domínguez Parra)
Traducción  : Mario Domínguez Parra




mientras agonizo

... sumerjo mi mano izquierda en la roca.
Está hecha de tiempo antiguo y fuego.

La muerte es una brizna de seca hierba áurea
en sus riberas.
Algunas voces vuelan despacio de un lado del desfiladero al otro.

Mis tres hijos lloran y me siento tranquilo
la mesa, la casa, las montañas… ¡todo!
todo está hecho de tiempo
como las olas de agua
como las nubes de niebla

No todo
¡Yo soy como un árbol!
ramas ramitas
dibujos bifurcaciones
de algo que no es tiempo
soy algo en el tiempo
frágil como el azúcar
que cristalizó
en una antigua bebida dulce.

Llegaron los fallecidos
para ayudar
es difícil estar muerto.
Estoy lento y perplejo
arrastro
trozos de mi vida
una gran roca
en medio del precipicio meridional
los juncos del patio
mediodías estivales
y un trozo de mar
una pequeña iglesia secreta en el desván
la sangre que se derramó una Primavera.

Todos partieron vivos y fallecidos.
El viento sopla
escucho ladrar a los perros a lo lejos
indignados por la soledad
asciende la noche desde los desfiladeros…

Sólo quedó la luna
para agujerear taciturna

el tiempo sobre la roca




καθώς ψυχορραγώ (στον William Cuthbert Falkner)



..βυθίζω το αριστερό μου χέρι στο βράχο.
Είναι φτιαγμένος από αρχαίο χρόνο και φωτιά.

Ο θάνατος είναι μια τούφα ξερά χρυσά χόρτα
στις όχθες του.
Κάτι φωνές πετούν αργά από τη μια μεριά του φαραγγιού στη άλλη.

Κλαίνε οι τρεις γιοί μου και νιώθω ήσυχος
το τραπέζι , το σπίτι, τα βουνά .. όλα !
όλα είναι φτιαγμένα από χρόνο
όπως τα κύματα από νερό
όπως τα σύννεφα από ομίχλη

Όχι όλα
Εγώ είμαι σα δέντρο!
κλωνάρια κλωναράκια
σχέδια διακλαδώσεις
από κάτι που δεν είναι χρόνος
είμαι κάτι μέσα στο χρόνο
εύθραυστο σα τη ζάχαρη
που κρουστάλλιασε
σε παλιό γλυκό πιοτό.

Ήρθαν οι πεθαμένοι
να βοηθήσουν
είναι δύσκολο να είσαι νεκρός.
Είμαι δυσκίνητος και σαστισμένος
σέρνω
κομμάτια της ζωής μου
ένα μεγάλο βράχο
στη μέση του νοτικού γκρεμού
τα καλάμια της αυλής
θερινά μεσημέρια
και ένα κομμάτι θάλασσα
ένα εκκλησάκι μυστικό στην αποθήκη
το αίμα που χύθηκε μια Άνοιξη.

Φύγαν όλοι ζωντανοί και πεθαμένοι.
Φυσά ο άνεμος
ακούω τους σκύλους που γαυγίζουν μακριά
αγανακτισμένους από τη μοναξιά
ανεβαίνει η νύχτα από τα φαράγγια…

Έμεινε μόνο το φεγγάρι
να καρφώνει αμίλητο
το χρόνο στο βράχο

Saturday, December 8, 2012

ο Ποιητής





ο Ποιητής


  
1.
στο τέλος γκρεμίστηκε σχεδόν το σπίτι
γεμάτο γάτες και βιβλία
αλλά Αυτός
συνέχισε να λύνει Αρχαίες Ασκήσεις

για το μνημειώδες έργο του
"Γεωμετρία για Γάτες"
και να γράφει απίστευτα όμορφα ποιήματα .
2.
Το καλοκαίρι στο σαλόνι
όπου ανάμεσα στις πολυθρόνες φύτρωσαν καλάμια
κάτω από τις μεγάλες τρύπες της στέγης
και τον χειμώνα
στο μόνο στεγνό μέρος το σπιτιού
κάτω από μια σκάλα
που έστεκε κι εκείνη ,έτσι, χωρίς νόημα πια.
3.
τις κρύες νύχτες
που κουλουριαζόταν κάτω από τη σκάλα
ένας ένας έρχονταν οι γάτοι
και κουλουριάζονταν πάνω του
να μην κρυώνει
κι ένα μικρό γατάκι
στ αυτί του
του υπαγόρευε
το επόμενο ποίημα
για το άρρητο.

Ψ.Κ.

Thursday, October 18, 2012

χρονικό

 


 





Crónica (χρονικό σε μετάφραση Mario Domínguez Parra)


Como poetas corremos peligro en los precipicios.

La montaña que normalmente se eleva desde el norte a mil metros

se precipita de golpe en el mar del sur.



Muchos kilómetros escarpados precipicios…

Enormes rocas pétreos arcontes

con la mar cual esclava a sus pies.



Por entre los frisos soplan los vientos eternos

que nos entorpecen confundiendo nuestras cuerdas

Hallamos los antiguos senderos

en mitad del caos

aquí donde aprendieron a no tener miedo

los montañeses.

Encuentro señales de hombres valerosos

que se distinguieron

en estos difíciles parajes, refugios de águilas

que no ensucian sus garras en la tierra.

Hallamos los refugios de los razonamientos

que ya no pueden vivir

con los hombres.



Cuando la luna sale

nos detenemos en las orillas del tiempo.

Mientras nuestro corazón aguante.

No nos quedamos mucho en las fabulosas playas de la memoria

que están hechas

de luz de luna y olvido.



Allí donde se escuchan

las olas del tiempo

en la noche y el silencio.



Este sonido es la canción de la noche.

Las palabras secretas de los vientos en lugares desiertos.

Ésta es la flor de la luna que es a la vez el mañana y el ayer.



Ésta es la canción de la noche.



Las palabras secretas de la belleza insoportable.

Partimos. Nuestro corazón no aguanta.



Tenemos prisa.

Amanece un día laborable.

(Traducción: Mario Domínguez Parra)