Saturday, January 31, 2009

παλιές ιστορίες


Παλιές ιστορίες


Πρόλογος
Το νησάκι στο οποίο ξεκίνησε αυτή η ιστορία είναι ένα από τα πολλά μικρά νησιά του Αιγαίου της λεγόμενης άγονης γραμμής , δίπλα στις Τουρκικές Ακτές. 
Στα νησιά αυτά ο στρατός έχει στήσει φυλάκια – παρατηρητήρια που τα επανδρώνει με πέντε έξι στρατιώτες και ένα λοχία που τους αντικαθιστούν κάθε δυό μήνες.
Τουλάχιστον έτσι είχαν τα πράγματα στη δεκαετία του ογδόντα που συνέβησαν τα παρακάτω γεγονότα.
……………………
Κατά τις ένδεκα το βράδυ , στα ταβερνάκια της παραλίας είχαν μείνει πια οι τακτικοί πελάτες.
Ο παραλιακός δρόμος που το καλοκαίρι τέτοια ώρα ήταν γεμάτος κόσμο 
ήταν άδειος. Έκανε λίγο κρύο, είχε φεγγάρι και ξαστεριά. Ήταν τέλος του Μάρτη –αρχές του Απρίλι.
Σε να από τα ταβερνάκια, μια μικρή μακρόστενη αίθουσα χωμένη στα διπλανά σπίτια σα σπηλιά , με τζαμαρία στο παραλιακό δρόμο, χωρίς κουρτίνες, στη μέσα μεριά το ψυγείο –πάγκος , που χώριζε κάπως το μαγειρείο
 από τον υπόλοιπο χώρο και τα τραπεζάκια τοίχο –τοίχο ,καθότανε καμιά δεκαριά άτομα, ψαράδες όλοι και απ ότι φαινότανε , διακριτικά και κάπως συνωμοτικά παρακολουθούσαν το ζευγάρι που καθόταν στη μέσα αριστερή γωνία.

Η κοπέλα καμιά τριανταριά χρονών, η μόνη γυναίκα στη ταβέρνα, είχε τη πλάτη στη αίθουσα , τους αγκώνες στο τραπέζι και παρακολουθούσε μ ένα κάπως αμήχανο τρόπο το νεαρό που ρητόρευε καθισμένος απέναντί της , με τη πλάτη στο τοίχο και έβλεπε όλη την αίθουσα σαν δάσκαλος που κάθεται στην έδρα.

O νεαρός , γύρω στα εικοσιπέντε υποτίθεται ότι απευθυνόταν στη κοπέλα αλλά μιλούσε με τέτοιο τρόπο ώστε να τον ακούν όλοι, χωρίς βέβαια να υψώνει τη φωνή, αλλά με την απαιτούμενη θεατρικότητα και από ότι φαινόταν του προξενούσε ευχαρίστηση το ότι είχε τραβήξει τη προσοχή , μολονότι παρίστανε ότι το αγνοούσε, αντίθετα με τη κοπέλα που αισθανόταν άβολα από τη κατάσταση αυτή.

Ωστόσο ο νεαρός συνέχιζε να μιλά

- Όταν σηκώσεις το περίστροφο και το βάλεις εδώ (έδειξε τον κρόταφό του) υπάρχουν τρία χρονικά διαστήματα.
Το πρώτο διαρκεί όσο πιέζεις τη σκανδάλη , ο επικρουστήρας του όπλου σηκώνεται αργά. μέσα σου παλεύεις ακόμα με την απόφαση , μπορείς όμως ακόμα να διακόψεις τη διαδικασία και το ξέρεις. Αρκεί ν αφήσεις τη σκανδάλη απαλά… 
Το δεύτερο , που είναι ελάχιστο είναι από τη στιγμή που επικρουστήρας περάσει το κρίσιμο σημείο και αρχινά να πέφτει . Εδώ δεν υπάρχει επιστροφή.
 Το τρίτο , αν υπάρξει τρίτο , είναι μετά, όταν συνειδητοποιείς ότι συνεχίζεις να ζεις. Αυτό που άκουσες ήταν απλώς κλικ και όχι μπαμ! Ο επικρουστήρας βρήκε μια από τις πέντε άδειες θέσεις και όχι αυτή με τη σφαίρα.

Ο νεαρός έκαμε παύση. Έγειρε μπροστά, έβαλε τα χέρια στο τραπέζι και μίλησε τονίζοντας πολύ τα λόγια του.

-Σ αυτό το ελάχιστο κομμάτι του χρόνου, το δεύτερο, ο άνθρωπος βάζει το πόδι του που έλεγα πριν. Το δρόμο που ξεκινά από την απόφαση παραδοχής του θανάτου.
Όταν κρατάς ένα καλάμι και το λυγίζεις , υπάρχει ένας ελάχιστος χρόνος που αλλάζει δραματικά τη δομή του και τα πράγματα δεν είναι πια όπως πριν, Όταν σπάζει! Το κάρβουνο και το διαμάντι είναι και τα δυό άνθρακας. Η διαφορά τους βρίσκεται στο τρόπο που είναι δομημένα τα άτομα. Σ αυτό το διάστημα ο άνθρωπος μπαίνει κάρβουνο και βγαίνει διαμάντι!

Ύστερα τι θα πει ελάχιστος χρόνος. Ποιος ξέρει τι είναι ο χρόνος για να ξέρει τι είναι λίγος ή πολύς.
Ο νεαρός έγειρε πίσω το σώμα του. Η έκφρασή του πήρε κάτι το παιχνιδιάρικο.

- θα σε ρωτήσω κάτι είπε στη κοπέλα. Αν βρίσκεσαι σ ένα κάμπο και από κει που είσαι δε μπορείς να δεις ένα ποτάμι που κυλά πιο πέρα ,γιατί ας πούμε σας χωρίζει ένας λόφος και περπατήσεις , κινηθείς δηλαδή στο χώρο μέχρι να το δεις, τι θα σκεφτείς όταν το δεις. Ότι και καλά δεν υπήρχε πριν ,και τώρα , μόλις το είδες φτιάχτηκε, ή , όπως είναι και λογικό υπήρχε από πριν αλλά απλώς εσύ δε το έβλεπες? Προφανώς το δεύτερο! Όταν λοιπόν κινούμαστε στο χρόνο και πάμε από το πριν στο τώρα και στο μετά, γιατί να μη δεχτούμε ότι το τώρα υπήρχε από πριν ,όπως και το ποτάμι και εμείς απλώς μετακινηθήκαμε στο χρόνο ,από μια θέση που το τώρα ήταν μη ορατό , σε μια από την οποία το βλέπομε, αλλά νομίζομε ότι το τώρα δεν υπήρχε αλλά αναδύθηκε από το πουθενά? Κατάλαβες ? γιατί το καθετί να μη έχει ήδη συμβεί και ο χρόνος , το πριν το τώρα το μετά , να είναι θέσεις από τις οποίες εμείς βλέπομε το καθετί, και να είναι ψευδαίσθηση ότι τάχα τώρα γίνονται ή ότι θα συμβούν στο μέλλον?

Οι ψαράδες που παρακολουθούσαν τα λεγόμενα του νεαρού , καθώς αυτός μιλούσε για τη ρώσικη ρουλέτα και το «δρόμο» όπως τον ονόμαζε που έπρεπε κατά τη γνώμη του να ακολουθήσει κάποιος, έχασαν το ενδιαφέρον τους μόλις άρχισε τα περί χρόνου.

Οι περισσότεροι γύρισαν στις μικροκουβέντες τους και στη ταβέρνα ξανάρχισε η μουρμούρα που είχε διακοπεί από τη διάλεξη του νεαρού.

Η κοπέλα που δυσανασχετούσε με τη πορεία της συζήτησης ,βγήκε από το ρόλο του παθητικού ακροατή που την είχε βάλει ο νεαρός. Μιλούσε με ένα δειλό χαμόγελο

-Δε τα πολυκαταλαβαίνω αυτά τα επιστημονικά είπε. Χθες όμως είπες κάποια πράγματα ….
Γι αυτό είμαι εδώ….

Κοίταξε για λίγο τον νεαρό σαν να περίμενε να τη καταλάβει. Όταν είδε ότι δεν έγινε κατανοητή σαν να το πήρε πια απόφαση, καθώς τόση ώρα έκανε υπομονή . Σχεδόν σαν να της ξέφευγαν τα λόγια.

-Κοίτα είπε. Κανονικά δε θα έπρεπε να ‘μαι εδώ. Το νησί είναι μικρό, με γνωρίζουν και δε με νοιάζει, αλλά ο πατέρας μου θα ακούσει αύριο διάφορα. Σε γνώρισα χθες, βγήκαμε σήμερα, δε σε ξέρω σχεδόν καθόλου κι όμως το απόγευμα πήγαμε στο κρεβάτι, και τώρα είμαστε μαζί στη ταβέρνα. Δεν είναι σωστό να γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Χθες όμως στη παρέα που σε γνώρισα είπες κάποια λόγια. Εγώ δε ξέρω να μιλώ και δε μπορώ να πω αυτά που αισθάνομαι .Εσύ μίλησες με τέτοιο τρόπο σα να μιλούσες για μένα και τότε ένιωσα κάτι –δε ξέρω και γώ τι ένοιωσα. Γι αυτό δε με νοιάζει ούτε τι θα πούνε ούτε τίποτα. Μου πέρασε η σκέψη πως λες πράγματα που διάβασες σε βιβλία αλλά και έτσι να είναι ξέρεις τι λες. Άλλωστε και συ είπες πως κάπου το διάβασες αυτό. Ότι ο άνθρωπος θέλει να πετάξει , να ζήσει την ελευθερία του ουρανού, έτσι το είπες. και επειδή δε μπορεί να πετάξει πέφτει στους γκρεμούς. γιατί όταν πέφτει, μέχρι να σκοτωθεί ζει την ελευθερία του ουρανού. Όταν το είπες αυτό , αισθάνθηκα ότι μου έκαμες ένα τεράστιο δώρο. Δε μιλούσες σε μένα αλλά αυτά τα λόγια ήταν μόνο για μένα . Αυτά τα λόγια μου χρειαζότανε σε όλη μου τη ζωή για να καταλάβω εγώ τι ζωή μου. Μετά γύρισες και μίλησες μόνο σε μένα ,σιγά και μου είπες αυτό με τα πλοία που συναντιούνται μια στιγμή στη μέση της σκοτεινής θάλασσας και χάνονται για πάντα το καθένα στη πορεία του. Εγώ κατάλαβα ότι κατάλαβες πως ένιωσα και δε ήθελες να χαθούμε. Έτσι το ένιωσα γιατί αυτό το είπες μόνο σε μένα. Γι αυτό είμαι σήμερα εδώ χωρίς να μ ενδιαφέρει τι λέει ο ένας κι ο άλλος.
Ο νεαρός άκουγε πολύ σοβαρός . Από το πρόσωπο του έφυγε η προηγούμενη έκφραση αυτοϊκανοποίησης για τη πολυπραγμοσύνη του.
Η Ελένη σταμάτησε για λίγο σα να έψαχνε να βρει λόγια. ήταν συγκινημένη.
-Τις νύχτες το ονειρεύομαι αυτό. είπε. Και παλαιότερα ονειρευόμουν ότι πετούσα μπροστά σε ανθρώπους που με θαύμαζαν . Τώρα ονειρεύομαι ότι είναι νύχτα και είμαι σε γκρεμούς που δίδουν στη θάλασσα. Ονειρεύομαι ότι πέφτω σ αυτούς τους γκρεμούς πάνω από το μαύρο πέλαγος και πετώ.
Πήρε ανάσα και συνέχισε
-Εδώ δε μιλά κανείς γι αυτά τα πράγματα. Για όλα αυτά που είναι μέσα μας. Μόνο εσένα άκουσα να μιλάς γι αυτά . Ούτε εγώ τα έχω πει σε κανένα ποτέ. Μόνο μ εσένα μπορώ να τα πω.. Είναι περίεργα όλα αυτά , δεν είναι ; σα να υπάρχουν και να μη υπάρχουν. Είναι παράξενα , κατέληξε. Όλα είναι παράξενα, και τώρα που είμαστε μαζί είναι παράξενο. Είναι κι αυτό σαν όνειρο…
Η ώρα είχε προχωρήσει. Συζήτησαν για λίγη ώρα ανώδυνα θέματα και έφυγαν.
Περπάτησαν μέχρι το σπίτι της και χώρισαν . 

Το φυλάκιό του ήταν 3-4 χιλιόμετρα μακριά από τη κωμόπολη που ήταν η πρωτεύουσα και το μοναδικό λιμάνι του νησιού. Ο δρόμος έκοβε το βουνό που κατέληγε στη θάλασσα καμία εκατοστή μέτρα πάνω από τις βραχώδεις ακτές και ακολουθούσε από λίγο πιο ψηλά τη διαμόρφωση της ακτής.
Ο Μανόλης είχε αρχίσει να πίνει από το μεσημέρι που κατέβηκε στη «πόλη». Όταν ήρθε η Ελένη στο ραντεβού που είχαν ορίσει τη προηγούμενη μέρα είχε μπει στο στάδιο της μέθης που το χαρακτηρίζει η λαγνεία. Μια λαγνεία που καταργεί κάθε αναστολή και ζητά ικανοποίηση χωρίς να ενδιαφέρεται για το πρόσωπο που έχει κάνεις δίπλα του. Όταν πήγαν στο σπίτι ενός φίλου του που του είχε δώσει τα κλειδιά συνέχισε να πίνει. Στη ταβέρνα η μέθη τον είχε οδηγήσει σ αυτή τη φλυαρία και την επίδειξη γνώσεων που παρακολουθήσαμε. Τώρα βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο.
Θα μπορούσε να το πει κάνεις παραισθησιακό. Αντιλαμβανόταν τα αντικείμενα της πραγματικότητας σαν σύμβολα των συναισθημάτων του και των σκέψεών του. Η πόλη που περπατούσε με τα δρομάκια της ήταν η ίδια του η ζωή με τις επιλογές της. Η περίπλοκη σκιά ενός δέντρου στο φως του φεγγαριού ,ήταν μια σκέψη , μια νοητική δομή με όλες τις επιμέρους διασυνδέσεις της , μια μισοσκότεινη αυλή ήταν ένας έρωτας. Όλος του ο εσωτερικός κόσμος είχε ξεχειλίσει από μέσα του και είχε βγει έξω , στα σπίτια , στους δρόμους ,στις αυλές στα δέντρα. Το φεγγάρι ήταν ο χρόνος και η θάλασσα ο θάνατος. Περπατούσε μέσα στον εαυτό του. Εδώ και κει συναντούσε ξεχασμένες συναισθηματικές καταστάσεις από τότε που ήταν παιδί ή έφηβος ,όπως αυτές που αναδύονται ξαφνικά μέσα μας από μια μυρωδιά ή μια μελωδία , που εναλλάσσονταν με καινούργιες συνθέσεις όπως παλιές μουσικές σε νέες φόρμες σε μια ροή εξαντλητική , άλλοτε αρμονική η μια με την άλλη και άλλοτε έντονα ενοχλητική.
Το κάθε τι ήταν ένα σύμπαν που θα μπορούσε να ασχολείται για πάντα μ αυτό, όπως ένα σπίτι ή ένα ασήμαντο ξερό χόρτο στη άκρη του δρόμου. Υπήρχαν σκέψεις μέσα σε σκέψεις , συναισθήματα μέσα σε συναισθήματα , ροές συναισθημάτων, σενάρια ζωής , ένα χάος.
Σιγά σιγά όλα άρχισαν να οργανώνονται σε μια αίσθηση ενός επερχόμενου νοήματος καθολικής ισχύος που θα εξηγούσε με μιας τα πάντα.
Αισθανόταν ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της αποκάλυψης μιας αρχής συμπαντικού κύρους.
Μ αυτή την αίσθηση πήγε στο φυλάκιο και κοιμήθηκε με τα ρούχα.
Ονειρεύτηκε το νεκροταφείο του χωριού του βαλμένα κάπως γερτό σε μια παραλία του νησιού.
Τα κύματα βουβά έβρεχαν τους πρώτους τάφους. Αυτός καθότανε λίγο πιο πάνω και έβλεπε το νεκροταφείο που βούλιαζε στο πέλαγος.
Μέσα του υπήρχε  μια απέραντη ερημιά.


4 comments:

Anonymous said...

εκπληκτικό..
μόνο αυτό θα πω..
γράφεις τόσο μεστά και συνάμα τόσο φιλοσοφημένα..

ο ποιητής των γκρεμών, αυτό είσαι..

ειρήνη

gyristroula2 said...

!!!...

k said...

και κει που τον συγχωρήσαμε τον νεαρό για την έπαρση και μαζέβαμε φόρα να πετάξουμε μαζί του στο τέλος, μας δίνεις μια και μας τα τσακάς τα ποδια...
χαλάλι σου :)

Κλεοπάτρα και Μινγκ said...

Υποκλίνομαι. Συγγνώμη για την πομπώδη έκφραση, αλλά αυτό μου ήρθε στο μυαλό. Όσο για το τέλος, ναι, "μας τα τσακάς τα πόδια", δε μας αφήνεις να ελπίζουμε σε λίγο φως ή happy end-όπως θέλεις δες'το-, αλλά δυστυχώς είναι έτσι πιο ρεαλιστικό. Καλή συνέχεια.