Πρόλογος
Οι άνθρωποι σ αυτό το μυθιστόρημα αντιμετωπίζονται σαν πρωταρχικές έννοιες. Δεν πρόκειται να επιχειρήσομε κάποιον προσδιορισμό,δεν θα πούμε τίποτε γι αυτούς. Ετσι κι αλλιώς ο άνθρωπος ειναι μυστήριο όν , και μάλιστα ο κάθε άνθρωπος διαφορετικό μυστήριο. Οι μεταξύ τους σχέσεις ειναι αξιώματα , τα οποία παραλείπονται, αλλά προφανώς λειτουργούν υπόγεια , παράγοντας τα θεωρήματα,δηλαδή τον λόγο που δημιουργεί ο καθ ένας για τον εαυτό του και για τους άλλους . Ασκηση ειναι η συνολική πραγματικότητα που παράγεται , η οποία αφήνεται στον αναγνώστη , όπως έλεγαν στις παλιές γεωμετρίες.
Ο Γιώργης
Ξεκίνησα και ΄γω ένα σπίτι πριν από τριάντα χρόνια… Μα δε το τέλειωσα ποτέ δεν έβαλα πόρτες δε σοβάντισα τους τοίχους… Έβαλα όμως ένα παράθυρο σ ένα δωμάτιο και κρέμασα μια κουβέρτα για πόρτα μα τη φάγανε οι κατσίκες που μπαινόβγαιναν από το στάβλο· Οχι όλη, κρέμεται μισοφαγωμένη.
-Xα χα χα χα .. άσπρισε ο ξάδερφός μου από το φόβο του στο φώς του φεγγαριού και φώναζε -Παναγία μου Παναγία μου κρεμάστηκε !
Καλός άνθρωπος ·ο μόνος που μ αγαπά· ήρθε και θάψαμε τη μάνα μου, έβρεχε! Κ ας του ‘καμα μήνυση για το χωράφι είναι καλός άνθρωπος όταν βρω τ αρχαία και θα μαι εκατομμυριούχος… εκατομμυριούχος …
Εχω καιρό να τον δω τρία χρόνια τέσσερα που ζούσα στη σπηλιά τ’Αι Γιάννη με τον άλλο παλαβό τον είδα μόνο μια φορά με πήρε στο σπίτι , με τάισε, ήπια κρασί και ρίχτηκα στην υπηρέτρια · καλό κομμάτι όμως ,στενοχωρήθηκε μα μού ‘δωσε και λεφτά.. απόψε πάλι τινάξαμε τη μπάνκα τάπια όλα.
Για δες όμορφες που είναι οι ελιές στο άνεμο της νύχτας για δες το φεγγάρι που στάζει σαν μέλι από τ ασημένια φύλλα …
Δε με βλέπουν οι οδηγοί μ΄αρέσει αυτό· εγώ τους βλέπω πάνε σπίτια τους· εγώ έπεσα εδώ δεν είδα το χαντάκι μα δε κάνει κρύο ούτε βρέχει που να πάω ;
Στο στάβλο κοιμάμαι όταν βρέχει ·είναι ζεστά ακούω την ανάσα τους αλλιώς έρχεται εκείνο το μαύρο πράγμα και γκρεμίζει τη καρδιά μου κάπου δίχως τέλος και κάνει τον κόσμο να μοιάζει σα σκοτωμένο ζώο · ζεστό και σκοτωμένο κάνει τον κόσμο κρέας κρέας φρεσκοσφαγμένο χωρίς δικαιολογίες …και ναι μωρέ δε πειράζει είναι όμως καλό παιδί έξυπνο… παιδί λέει ! εξήντα χρονώ άθρωπος…
Μόνο το κρασί!
Ο Παππούς σταύρωνε το μαξιλάρι εγώ τι να σταυρώσω να κοιμηθώ τα χόρτα; Μάνα μου ! θέλω να περάσει κ άλλο αμάξι να φωτίσει τις ελιές και τα χόρτα τα χόρτα που είναι στη άκρη του δρόμου· τα χόρτα αγαπώ ! τι περιμένουν κ αυτά από τη ζωή ,γιατί ζουν, δε πίνουν κιόλας….
Ο Κωστής
Θυμάμαι που βρήκαμε ενα σπίτι να μείνομε δίπλα στ αρχαία.Στον λόφο , όπου απ την ανατολική του μεριά , που έβλεπε τις μακρινες κορφές των Αστερουσίων είταν ο αρχαίος ναός , και στην κορφή του , που έβλεπε στο πέλαγος ,ένα παμπάλαιο σπιτάκι πετροχτιστο με μεσοδόκια και λάσπη για ταράτσα , λεπίδα τη λέγανε . Και τη πρώτη νύχτα ενας σκορπιός του σπιτιού δάγκωσε την Ελένη την αδερφή του πατέρα μου . Δεν είχαμε χτίσει το σπίτι μας στη θάλασσα .Δεν μου ειχε κάμει την αστεία αυτή μύνηση ο Γιώργης ,δεν ειχε πεθάνει κανείς ακόμα, κανείς , ούτε ο πατέρας μου.
Τον είδα στον ύπνο μου μετά τη κηδεία πολύ προβληματισμένο από το θάνατο και κάπως ενοχλημένο απο τα κλάματά μου και τιςσυγνώμες που του γύρευα .Στο τέλος , σα να με βαρέθηκε, σαν να με λυπήθηκε ,αποσπάστηκε απο τις έγνοιες του θανάτου και μου είπε να πάω στο παλιό μας σπίτι στη θάλασσα.Φοβήθηκα και δε πήγα τότε .φοβήθηκα τον νεκρό με τις έγνοιες του θανάτου ,φοβήθηκα και τις έγνοιες του θανάτου .Πήγα όμως την άλλη Άνοιξη .Με μια δανεική μοτοσυκλέτα .Δεν συνάντησα τον νεκρό , ειχε περάσει ο καιρός ,συνάντησα όμως ότι ειναι Άνοιξη σε κείνους τουςγιαλούς .Τις έρημες ακρογιαλιές με τα γυμνά κορμιά- βαθιά θαμμένα μέσα στη άμμο- θα φυτρώσουν με τον ήλιο του καλοκαιριού ,και άνεμοι ζεστοί που δε φτάσανε ακόμα αλλά ξεκίνησαν και έρχονται από μακριά....Έκλεισα το σπίτι και δε πήγα ποτέ ξανά .Έρχεται αυτό στα όνειρά μου σαν εγκαταλειμένος άνθρωπος , σαν ξεχασμένος συγγενής . Ετούτο το σπίτι δίπλα στη θάλασσα με το θρόισμα των καλαμιών της αυλής και τον ηχο των κυμάτων και τη σιωπή που δεν μπορώ πια να αντέξω , κατι που θα έλεγε κανείς οτι ειναι η παιδικότητά μου κι όλα τα καλοκαίρια της ,μα δεν ειναι . Ειναι αυτό που μεγάλωσε τοσα χρόνια στο άδειο σπίτι ,στη σιωπή και στην εγκατάλειψη .Ειναι αυτό που ωρίμαζε εκει και μέσα μου ,το ίδιο εγκαταλελειμμένο ,το ίδιο απρόσιτο από την ζωή .
Είναι απίστευτο αυτό το όνειρο . Οτι φεύγω από το χωριό μου στη ρίζα των Αστερουσίων να περάσω το βουνό να πάω σε τούτο τον γιαλό με τα αρχαία .Διότι είναι εκεί στη διαδρομή τα άδεια οροπέδια χωράφια με τον άνεμο στα χορτάρια τους ,να εκφράζει εκείνο το μεταιχμιακό συναίσθημα ότι δεν έχει και τόση σημασία πια ,ότι και να γίνει , και κείνα τα χωριουδάκια με τα χαμηλά σπίτια στο χρώμα του χώματος και τις εγκαταλελειμένες αραβωνιαστικές , όπου το τυχαίο που σαρκάζουν οι κοράκοι κρώζοντας, έπαιξε το τεράστιο ρόλο του, και τι να πείς που ήρθαν έτσι τα πράγματα κι όχι αλλιώς...
και η ακρογιαλιά που συμπυκνώνει όλες τις ακρογιαλιές με την εκθαμβωτική χλιδή της νιότης και της θάλασσας κι άλλοι τόποι ξεχασμένοι και ισχυροί και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί λέει τόσα χρόνια απόφευγα αυτή τη διαδρομή ...διότι όπως καταλαβαίνετε οι τόποι είναι το δέρμα και από κάτω ,είναι το γυμνό κρέας των λογισμών και των συναισθημάτων, κι είναι ένας κόσμος και μια τέχνη αυτό το ενδιάμεσο ,που δεν γνωρίζω αν πρέπει να πώ κάτι γι αυτόν το κόσμο και γι αυτή τη τέχνη του εκδορέα των συναισθημάτων, και πρέπει άραγε να τα γδέρνομε για να τα ταριχεύσομε στα ποιήματα ; Και είναι κι οι λογισμοί μείγματα , δεν είναι απλοί και γνωρίζομε άραγε τη σύστασή τους ; και ποιος ειναι ο αλχημιστής και ποια η φιλοσοφική λίθος ; Διότι είναι τόσα πολλά αυτά που έπρεπε από πάντα να μάθομε και είμαστε πάντα με την αίσθηση ότι μόνο τώρα κάμαμε αρχή και σε λίγο πάλι τα ίδια , καινούργια μείγματα να δοκιμάζομε , απρόσμενα , αναπάντεχα , και όλα σε τούτη τη διαδρομή , που δεν είναι μιά αλλά πολλές και να μην τελειώνει ετούτη η ηδονή και ετούτο το μαρτύριο .....
Και βρίσκω τον Καλόγερο που είναι και Στρατηγός , αυτός που νοικοκυρεύει την ψυχή μου και δεν συμφώνησε .
Δεν θα μπαίνεις μέσα , μου λέει , στους λογισμούς , άλλο αυτό που κάνεις με τα σύμβολα των λογισμών , που λές πως τους γδέρνεις (και γέλασε)
και τους γεμίζεις άχερα και φτιάχνεις τα ποιήματά σου , αυτό δεν πειράζει , καλύτερα βέβαια να σού λειπε νάκανες κανένα κομποσκοίνι αλλά δεν πειράζει , παιχνίδι ειναι έτσι κι αλλιώς ...
Αλλά μη μπαίνεις μέσα στους λογισμούς , σ αυτό που λές κρέας των λογισμών , γιατί αυτός ο δρόμος θα σε πάει εκει που δεν θες να βρεθείς ..
Τους λογισμούς θα τους βλέπεις απ έξω , κι ότι περισσεύει κλάδευε το , αλλά όχι , μη μπαίνεις μέσα.
Μανόλης
ξεκρέμασα το μαντολίνο , και κοίταζα το ξάδερφό μου , παίξε μου λέει . Το πήρα και πήγα έξω κι έπαιζα όλη μέρα , και μ ακούει ο ξάδερφος και μου το χαρίζει. Πάρτο μου λέει χαλάλι σου. Και το παίρνω και πάω στο σπίτι με τα κοντά παντελόνια και το μαντολίνο....
ΘΗΣΕΑΣ
Τρείς μέρες βρέχει στα χαμηλά,χάθηκε η θάλασσα χάθηκε ο κάμπος,τρεις μέρες βρέχει στο βουνό,τρεις μέρες βρέχει στο φαράγγι.
Όταν ξεκόψει,θα βγω απ τη σπηλιά μου,που μ έχει ο βράχος αγκαλιά,που βρέχεται στη αγκαλιά του ουρανού και θα πεινώ.
Θα βγω απ το φαράγγι και θα σταθώ να μυρίζομαι στον αποβροχάρη αέρα ,τους βρεγμένους βράχους ,τη κορφή ,και τη φωτιά στα τζάκια των ανθρώπων που έχουν νου και σπίτια και φωτιά.
Όταν χτυπώ τις πόρτες τους βγαίνουνε οι νοικοκυρές να μου δώσουνε ψωμί και χαμόγελο. Βγαίνουν και οι γερόντοι ,κουνούνε τη κεφάλα τους και λένε
-κρίμα το άνθρωπο- μου δίδουν οι νοικοκυρές ψωμί και παξιμάδι ,και τους φιλώ τα χέρια. Έτσι μου μάθανε οι κατσίκες όταν τους δίνω το ψωμί στο στόμα.
Έχω τρεις φαντές πατανίες ναι τρείς! Τη νύκτα που βγαίνει το φεγγάρι στους γκρεμούς και τρέχει ο καταρράκτης, είναι η σπηλιά μου νοτική
-μάτι του κύκλωπα του βράχου-σα φωλιά χωρίς βάθος ,πίσω από το πέτρινο βλέφαρο, και πότε κοιμούμαι έτσι να βλέπω του φεγγαριού τα όνειρα
στη μέση του πελάγους ,πότε αλλιώς, να βλέπω το καταρράκτη με τ άσπρα νερά να πέφτουνε στη ψυχή μου να τη ποτίζουν γάλα ,και δε μπορώ να μη γελώ στη αγκαλιά του βράχου ,και στο φώς του φεγγαριού ,και δε μπορώ να μη γελώ ,όταν φιλώ τα χέρια τους, γιατί καταλαβαίνουν οι γυναίκες
οι άντρες όχι μόνο κουνούνε τη κεφάλα τους σα τους τράγους και λένε - κρίμας Θεέ μου τον λεβέντη- και λένε ,έλα να πιείς μια ρακή δε καταλαβαίνουν
ότι πρέπει πρώτα να περάσω από τα σπίτια ,να μου πετάξουν πέτρες τα μικρά,και οι γριές τις βέργες τους ,να με γαυγίσουν και οι σκύλοι να μετά φύγω.
Γιατί τώρα είμαι του φαραγγιού ο διακονιάρης και πρέπει έτσι να γίνουν τα πράγματα.
…….
Γελά ο βράχος μου που τον χαϊδεύουν τα νερά ,στην αγκαλιά του ουρανού, γελώ και γω στην αγκαλιά του βράχου ,και έχω φεγγάρια , πέλαγος ,φαράγγι, καταρράκτη ,πολλά πολλά μικρά παιδιά να μου πετούνε πέτρες,σκύλους να μου γαυγίζουνε, γερόντους να λυπούνται,και έχω και τρείς φαντές πατανίες ολόκληρες.
Παλιά , πολύ παλιά , με λέγανε Θησέα.
o συγγραφέας
[Ο Θησέας θα εξομολογηθεί το παιχνίδι που έστησε με το φίλο του τον Λυκομίδη , οτι δήθεν έπεσε στον γκρεμό , με επίγνωση των συνεπειών για τον Λυκομίδη , ο οποίος θα κατηγορηθεί ότι τον έσπρωξε, για να μπορέσει να περάσει στο επόμενο επίπεδο της θητείας του , σαν ζητιάνος. Και τώρα ζει στον καταρράκτη του Αμπά στα Αστερούσια και ειναι ο λεγόμενος διακονιάρης...
Δεν γνωρίζω πώς να το χειριστώ ακριβώς , να ξεκινήσω από τα πάθη της Αριάδνης, ή να μη πώ τίποτε γι αυτά, τόσους αιώνες κρυφά.....]
Την έλεγαν Εύα
Tην συνάντησα πολλές φορές
στα ρακάδικα πάντα στο κέντρο μιας αγέλης μερακλήδων , πάντα η μόνη γυναίκα της
παρέας , πάντα στο θρόνο της που έφτιαξε περιφρονώντας τους , να τους ελέγχει,
μ εκείνη ακριβώς την ποιότητα της συγκαταβατικής περιφρόνησης που τους
τρελαίνει ,με το συναίσθημα οτι κι όμως ειναι λίγοι , πολύ λίγοι για τα δικά
της μέτρα , και προ πάντων αθώοι , πολύ αθώοι για τα δικά της σκοτάδια, και
μάλιστα πάνω που νόμιζαν οτι τάχουν δει πια όλα
...Ιδιάιτερα μια πάρτη ψαρογένηδες...
Κι όσο προχωρά η νύχτα , στη κόψη της
οργής και της λαγνείας, να τους οδηγεί αποφασισμένους πλέον , σε τόπους που δεν
γνωρίζανε την ύπαρξή τους ή ξεχασμένους από χρόνια γι αυτούς , όπου υπήρχαν οι
πιό απρόβλεπτοι συνδιασμοί , όπως της αθωότητας και της λαγνείας , της
νοσταλγίας και της ηδονής.
Και τους έβλεπες ξαφνιασμένους στιγμές στιγμές , όπως εκείνον που αναριωτιέται
, μα τι κάνω, και πάλι ...
Και την επαύριο να τους ξερνά η νύχτα, σαν θαλάσσια ξύλα, έκπληκτους κι απαρηγόρητους .
Παλιά , πολύ παλιά , την έλεγαν Αριάδνη .